Μια φορά και ένα καιρό ήταν ένα μικρό και όμορφο κάτασπρο καραβάκι ,τόσο όμορφο που το θαύμαζαν τα κύματα ,το θαύμαζαν οι γλάροι ,το θαύμαζαν ακόμα και τα ψαράκια και τα μικρά καβουράκια που ζούσαν στη θάλασσα των καραβιών. Το μικρό μας καραβάκι συχνά ονειρευόταν μέρη μακρινά από ιστορίες που είχε ακούσει να διηγούνται φλύαροι και επηρμένοι ναυτικοί όταν ήταν ακόμα δεμένο στο λιμάνι και περίμενε με λαχτάρα να έρθει κάποτε και ο καιρός του να σαλπάρει. Ονειρευόταν λοιπόν πως θα έβγαινε αγέρωχα στα ανοιχτά και πως θα χάραζε τη ρότα του σύμφωνα με τις μετρήσεις από τα όργανα πλοήγησης που διέθετε ,έχοντας ορθάνοιχτα και απλωμένα τα κάτασπρα πανιά του. Ήταν δε τόσο χαρούμενο που ήταν τόσο πολύ καλά εξοπλισμένο και θα μπορούσε να ταξιδεύει με όλους τους καιρούς .
Στο ίδιο λιμάνι ήταν δεμένο κι ένα καραβάκι βαμμένο μολυβί στο χρώμα της νύχτας που ήταν πολύ ζωηρό και όλο φώναζε και μιλούσε δυνατά για να προκαλέσει το ενδιαφέρον λέγοντας πως είχε την ικανότητα να φτάσει στα πιο μακρινά μέρη χωρίς πανιά ,πυξίδα ,τιμόνι και χωρίς καν να ξέρει να διαβάζει τα αστέρια του ουρανού. Θεωρούσε δε πως ήταν άξιο να πλεύσει με μόνο εξοπλισμό την φαντασία του καθώς και την μεγάλη όρεξη που είχε για να κάνει τα μεγαλύτερα και πιο ριψοκίνδυνα ταξίδια .Έτσι μια μέρα που η θάλασσα ήταν αγριεμένη ,έσπασε το σάπιο κάβο του απ την αλμύρα της θαλασσας και βγήκε στα ανοιχτά .
Στην αρχή το ταξίδι το συνεπήρε ,η αύρα της θάλασσας το έκανε ακόμα πιο ζωηρό και έτσι άρχισε να τραγουδά χαρωπά σκίζοντας περήφανα τα κύματα που όμως δυστυχώς ώρα με την ώρα δυνάμωναν χωρίς όμως εκείνο να φαίνεται ανησυχεί σοβαρά. Δεν ήξερε που πήγαινε , ήταν ένα επιπόλαιο καραβάκι που έβγαινε με όλους τους καιρούς αψηφώντας τους κινδύνους και χωρίς να έχει όσα εφόδια του χρειάζονταν για να πλεύσει με ασφάλεια . Ξαφνικά και κατά μεσής του πελάγου ήρθε ένα μεγάλο κύμα που έσκασε επάνω του και κόντεψε να το τουμπάρει .Εκείνο πάλι δεν ανησύχησε σοβαρά και συνέχισε το ταξίδι του σφυρίζοντας και τραγουδώντας αμέριμνο. Όμως η θάλασσα αγρίευε και άρχισε πλέον να λυσσομανά επάνω του με μεγάλη δύναμη και αγριότητα .Τα κύματα τώρα έγιναν τεράστια και κόντευαν να το καταπιούν, έπλεε ακυβέρνητο και άρχισε φοβισμένο να φωνάζει σε βοήθεια, αλλά ποιος θα το άκουγε με τέτοια φουρτούνα;
Να όμως που το άσπρο μας καραβάκι που ήταν στο λιμάνι δεμένο και περίμενε να κοπάσει ο καιρός για να σαλπάρει άκουσε τις απελπισμένες κραυγές του φίλου του και ξεκίνησε να πάει να το βοηθήσει .Έβαλε μπρος τις δύο γερές του μηχανές σήκωσε και τα πανιά ,μάζεψε την άγκυρα του και με τη βοήθεια της πλοήγησης από τα μηχανήματα που διέθετε σύντομα βρέθηκε δίπλα στο μολυβί καραβάκι που κινδύνευε .
-ΕΕΕΕ του φώναξε, στρίψε το τιμόνι δεξιά κόντρα στο κύμα κι εγώ θα σε πλευρίσω με προσοχή να έρθω να σε τραβήξωωωωωω .
-Δεν έχω τιμόνι και σκοινιά ,απάντησε εκείνοέντρομο και παραλυμένοαπό το φόβο.
-Έχω εγώ μην ανησυχείς , έρχομαιιιιιι .... απάντησε το λευκό καραβάκι .
Έτσι και έγινε ,το λευκό καραβάκι πλησίασε τον φίλο του που κινδύνευε με προσοχή ,του έριξε τα σχοινιά του και το ρυμούλκησε με ασφάλεια μέσα στο λιμανάκι .Πέρασε πολύ ώρα να συνέλθει το ζωηρό γκρίζο μας καραβάκι ,έτρεμε και τουρτούριζε,ενώ ο φίλος του ο καλός ,το άσπρο μας το καραβάκι είχε δέσει πλάι του και προσπαθούσε να το συνεφέρει με γλυκόλογα συμπόνοιας, καλοσύνης και ενθάρρυνσης.
Γιατί δεν φτάνει μόνο να θέλεις, πρέπει και να μπορείς κι αν δεν μπορείς προσπάθησε τουλάχιστον να γίνεις αυτός που πρέπει για να φθάσεις εκεί που θέλεις .
Είμαστε ακόμα στα μέσα Αυγούστου και η θάλασσα βράζει από ψάρια ,αν όχι παντού τουλάχιστον στον δικό μας ψαρότοπο, δίνοντας μας την ευχαρίστηση αναψυχής στο ψάρεμα αλλά και της γαστριμαργικής απόλαυσης, δοκιμάζοντας παράλληλα και τις μαγειρικές μου ικανότητες .
Ετοιμάζοντας τα φρέσκα ψαράκια για να μπουν στο φούρνο ακολουθώντας την αυθεντική πολίτικη συνταγή ,δεν μπορώ να μη θυμηθώ την γιαγιά μου την Ελένη που έλεγε συχνά κουνώντας πέρα δώθε το κεφάλι της νοσταλγικά όταν την φιλοξενούσαμε και είχαμε ψαράκια στο σπίτι : " Αχ και να είχαμε μια παλαμίδα από εκείνες που μας έφερνε ο μπαμπάς μου ,αχ παιδάκι μου ! " Και τα μάτια της από θολά έβγαζαν ξάφνου σπίθες σαν αναπολούσε τον Βόσπορο με όλες του τις ομορφιές .
Οι μόνες πληροφορίες που έχω είναι πως στο τελευταίο ταξίδι της προσφυγιάς προς την Ελλάδα πεθαίνει ξαφνικά ο προπάππος μου ο Αριστοτέλης από τις κακουχίες και χάνεται για πάντα κάθε ελπίδα και προοπτική γυρισμού .Οι δυο γυναίκες μάνα και κόρη έμειναν αναπάντεχα μόνες απ την ορφάνια που άφησε πίσω ο προπάππος παρέα με τις αναμνήσεις τους και τους καημούς τους ,λίγους καλούς συγγενείς που έστεκαν ο ένας στον άλλον στις δυσκολίες τους και τα ελάχιστα υπάρχοντα που έσωσαν ήταν η μαγιά για να στήσουν από την αρχή τη νέα τους ζωή .
Όταν αργότερα μεγάλωσε και παντρεύτηκε η γιαγιά και γεννήθηκαν τα δικά της παιδιά κι εκείνα μεγάλωσαν με την σειρά τους και έκαναν τις δικές τους οικογένειες πολύ λίγα από τις θύμησες είχαν περισωθεί και πάλι δεν ήθελαν να μιλάνε γι 'αυτά καθότι οι πληγές που άνοιξε ο ξεριζωμός και όλα τα καλά που άφησαν πίσω τους ,το σπίτι ,το βιός και όλη η περιουσία του παππού ,τους είχαν πληγώσει βαθιά .Μονάχα τα προικιά ,τα υφαντά ,τα κεντητά και ότι κατάφεραν να περισώσουν αυτές οι δυο λωξάντρες μιλούσαν για την άλλοτε κραταιά δόξα του Βυζαντίου και του πολιτισμού των Ελλήνων Ρωμιών που έσβησε τόσο απροσδόκητα εκεί στην Βασιλεύουσα ,στα περίχωρα της και σε όλη την επικράτεια του Πόντου και της Μικράς Ασίας .
Ωστόσο μαζί με τα λιγοστά υπάρχοντα έφεραν μαζί τους τον δικό τους πολιτισμό , την απαράμιλλη φιλοξενία τους .Θυμάμαι σαν παιδάκι να ξαπλώνω στα αφράτα στρώματα της προγιαγιάς μου Σοφίας με τα πάλλευκα δαντελλένια σεντόνια ,τα κεντημένα μαξιλαρόφυλλα και τα αφράτα παπλώματα που μοσχομύριζαν καθαρότητα και αρχοντιά γιατί παρόλη την τωρινή τους φτώχια ήσαν αρχόντισσες σε όλες τους τις εκδηλώσεις και δεν επέτρεπαν να πέσει η νοικοκυροσύνη τους ούτε σπιθαμή χαμηλότερα απ ότι ήσαν συνηθισμένες στην πατρίδα. Θυμάμαι την προγιαγιά μου Σοφία με ανοιχτά τα χέρια να βγαίνει στο δρόμο να μας υποδεχθεί με τη χαρά ζωγραφισμένη στο ολοστρόγγυλο και σκαμμένο από τις ρυτίδες και τα βάσανα πρόσωπο της αλλά με το χαμόγελο στα χείλη με την χαρακτηριστική θρακιώτικη προφορά της να λέει φωναχτά : " Μαρ καλώς τα ! Μαρ καλώς τα ! "
Κι όσο οι σκέψεις με ταξιδεύουν στο παρελθόν της οικογένειας ,τα ψαράκια μου ήδη έχουν ψηθεί ,το σπίτι μοσχομυρίζει και είναι έτοιμα να βγουν από τον φούρνο .Οι μυρωδιά του σκόρδου, της δάφνης ,του κρεμμυδιού και της ψημένης ντομάτας αγγίζουν το όριο της τελειότητας ευφραίνοντας και τον πλέον απαιτητικό ουρανίσκο .Ναι δεν χρειάζεσαι πολλά για να είσαι άρχοντας, μονάχα ψυχή για να καταλαβαίνεις τι ακριβώς είναι η αυθεντική αρχοντιά ,που κρύβεται και πως πρέπει να έχεις καρδιά να την ανακαλύπτεις .
( Στην τελευταία φωτογραφία διακρίνεται και η παλιοκαιρίστικη υφαντή ποδιά κεντημένης στο χέρι από την προγιαγιά Σοφία η οποία περισώθηκε όταν την ανακάλυψα στα συρτάρια της μάνας μου λίγο πριν μας αφήσει για πάντα ).
Απόψε θα σας πω ένα παραμύθι για την αιωνιότητα .....
Πλησιάζουν Χριστούγεννα ,ημέρες που ανήκουν στη χαρά των παιδιών .Ανεξάρτητα από τις δυσκολίες των καιρών oι ανάγκες των ανθρώπων περιμένουν να ικανοποιηθούν ,πολύ περισσότερο των μικρών παιδιών που δεν καταλαβαινουν ούτε από ανεργία ,ούτε από φτώχια και η λαχτάρα για ένα δωράκι για να δικαιωθεί και ο μύθος του Αη Βασίλη παραμένει η ίδια .Ποσα παιδακια ομως θα μεινουν χωρις δωρακια και ποσες οικογενειες θα μοιραστουν μεταξύ τους τα λιγοστα που διαθετουν στο χριστουγεννιατικο τραπεζι ? Ισως φετος να ειναι χειροτερα απο περισυ ,ισως και για του χρονου οι "σοφοι" ν αποφασισουν να αναβαλλουν και τα Χριστουγεννα .
Και σκεφτομαι τα δικα μου παιδικα χρονια αυτες τις γιορτινες μερες ,οταν ακομα υπηρχε φτωχια χειροτερη απο αυτη που βιωνουμε σημερα και παρ ολα αυτα παντα κατι δεχομασταν απ τους γονεις μας ή απο καποιον χουβαρδα συγγενη που ηθελε να μας δωσει λιγο χαρα. Ετσι κι εγω καποια Χριστουγεννα δεχθηκα ως δωρο ενα βιβλιο με παραμυθια του Αντερσεν .Για μενα ηταν ανελπιστη χαρα ,γιατι τα παλια εκεινα χρονια το παιχνιδι στη φυση και ενα βιβλιο,ηταν ο δρομος που οδηγουσε μεσω της φαντασιας και της περιεργειας στη γνωση και την συναισθηματικη ωριμανση .Το παραμυθι Της Βασιλισσας του Χιονιου το λατρεψα ,εγραψε με υπεροχα συναισθηματα μεσα μου για τη φιλια ,τη θυσια ,την αλληλεγγυη και την προσπαθεια να κρατηθει ζωντανη η ζεστασια της καρδιας ,ενω παραλληλα με γεμισε με περιεργεια για τις παγωμενες χωρες του Βορρα .Παραμυθι γεματο συμβολισμους ,διδακτικο και παρα πολυ επικαιρο για οσα βιωνει ο συγχρονος ανθρωπος παρολο που γραφτηκε παλια .
Παμε λοιπον να γνωρισουμε το παραμυθι μεσα ομως απο μια αλλη προσεγγιση ,αυτη της ερμηνείας του απο πληροφοριες που βρηκα στο itnernet :
Στο παραμύθι του η «Βασίλισσα του χιονιού», ο Άντερσεν έπλασε ένα από τα πιο όμορφα παραμύθια που γράφτηκαν ποτέ. Με το πέπλο της φαντασίας και έντονο το συναισθηματικό στοιχείο ασκεί κριτική κατά του ορθολογισμού . Σαν αντίδοτα στο δηλητήριο του ψυχρού ορθολογισμού προτείνει ο Άντερσεν την αγνότητα και την ένταση των συναισθημάτων και σαν τελικό του στόχο προβάλλει την κατάκτηση της αέναης παιδικότητας την συναισθηματική δηλαδή πληρότητα και την διαύγεια του παιδικού ψυχισμού, ως απεγνωσμένη αντίσταση στην φθορά του χρόνου, που βαραίνει τον άνθρωπο κάνοντάς τον όλο και πιο δεμένο στα υλικά αγαθά ,και όλο και πιο ευάλωτο στις παγίδες του του μοντέρνου τρόπου ζωής. Ας δούμε, όμως, με ποιον τρόπο το κάνει ο Δανός λογοτέχνης.
Η υπόθεση του παραμυθιού έχει ως εξής. Ένας κακός καλικάντζαρος έφτιαξε έναν μαγικό καθρέφτη που ό,τι καλό και όμορφο καθρεφτιζόταν επάνω του το μίκραινε τόσο ώστε μόλις και φαινόταν ενώ το κακό και το άσχημο το έδειχνε ακόμη πιο μεγάλο και αποκρουστικό. Η επιτυχία του καθρέφτη έκανε τους καλικάντζαρους να ξεθαρρέψουν και να πετάξουν κρατώντας τον στον ουρανό για να κοροϊδέψουν τους αγγέλους. Επειδή, όμως, πέταξαν πολύ ψηλά, ο καθρέφτης τους γλίστρησε και έπεσε στην γη. Το αποτέλεσμα ήταν να κομματιαστεί σε δισεκατομμύρια θρύψαλα. Από τότε τα πράγματα χειροτέρεψαν στη γη γιατί τα κομμάτια, που είχαν την δύναμη του καθρέφτη, έμπαιναν στα μάτια ανθρώπων κι αυτοί έβλεπαν τα πράγματα παραμορφωμένα. Σε άλλων ανθρώπων τα θρύψαλα μπήκαν στην καρδιά και τους την πάγωσαν. Υπήρχαν επίσης πολλά θρύψαλα που συνέχισαν να αιωρούνται.
Εκείνη την εποχή, σε μια γειτονιά με ανθισμένους κήπους, μεγάλωναν μαζί ένα αγοράκι (ο Κέυ) και ένα κοριτσάκι (η Γκέρντα), που αγαπιούνταν σαν αδέρφια. «Τα δυο παιδάκια κρατιούνταν απ' το χέρι, φιλούσαν τα τριαντάφυλλα, κοίταζαν το ολοκάθαρο φως του ήλιου του Θεού και του μιλούσαν σαν να ήταν εκεί ο μικρός Χριστούλης».Μια μέρα, εκεί που κάθονταν τα δυο παιδάκια, έφτασαν τα αιωρούμενα κομμάτια του απαίσιου καθρέφτη και δυστυχώς δυο απ' τα κομμάτια του κατέληξαν στον μικρό Κέυ. Το ένα μπήκε στο μάτι και το άλλο στάθηκε στην καρδιά του. Από τότε άρχισε να αλλάζει συμπεριφορά. Ξερίζωνε τα τριαντάφυλλα, βαριόταν τα παραμύθια και ειρωνευόταν τους ανθρώπους. Ο κόσμος άρχισε να τον επαινεί για την εξυπνάδα του κι ο ίδιος άλλαξε συνήθειες και παιχνίδια. Τελικά έφυγε από την μικρή του γειτονιά και εγκατέλειψε την Γκέρντα. Όμως, καθώς είχε πάει να παίξει στη μεγάλη πλατεία, ένα μεγάλο έλκηθρο τον πήρε και τον ταξίδεψε στην άκρη του κόσμου. Εκείνος δοκίμασε να φωνάξει ή να πει το «Πάτερ Ημών», ζητώντας βοήθεια από τον Θεό, αλλά το είχε ξεχάσει. Το μόνο που θυμόταν ήταν η προπαίδεια!
Τελικά, αυτή που τον είχε απαγάγει ήταν η «Βασίλισσα του χιονιού». Όταν η βασίλισσα του έδωσε δυο φιλιά ο Κέυ ξέχασε οριστικά την μικρή Γκέρντα και όλους τους δικούς του. «Την κοίταξε. Ήταν πανέμορφη, δεν μπορούσε να φανταστεί άλλο πρόσωπο που ν' ακτινοβολεί τόση εξυπνάδα και γοητεία. Δεν του φαινόταν πια σαν να ήταν από πάγο ...Την έβλεπε τέλεια».Έπειτα, η βασίλισσα του χιονιού τον πήρε και πέταξαν στον ουρανό.
Η μικρή Γκέρντα ξεκίνησε να βρει τον Κέυ. Διέσχισε έναν μαγικό ποταμό, έμεινε στο φιλόξενο σπίτι μιας γριάς μάγισσας, εισήλθε μαζί με δυο κοράκια στον πύργο της πριγκίπισσας ενός μαγικού βασιλείου, αιχμαλωτίστηκε από ληστές, απελευθερώθηκε για να καταλήξει στη Λαπωνία, όπου μια Φινλανδή μάγισσα την ενίσχυσε με ένα ξόρκι και της είπε τι είχε συμβεί στον Κέυ. Ο τάρανδος που μετέφερε την Γκέρντα ρώτησε την Φινλανδή αν είχε κάποιο ξόρκι για να λυτρώσει τον Κέυ, όμως εκείνη του απάντησε πως η μόνη δύναμη που μπορούσε να το πετύχει αυτό ήταν η δύναμη της καρδιάς της Γκέρντα. Η δύναμη ενός αθώου γλυκού παιδιού. Τελικά η Γκέρντα ξεκίνησε για το παλάτι της «Βασίλισσας του χιονιού» αλλά δέχτηκε επίθεση από μια ορδή νιφάδων χιονιού, που υπηρετούσαν την κυρία τους. Ζήτησε, όμως, την βοήθεια του Θεού και μια λεγεώνα αγγέλων με πανοπλίες και δόρατα ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα και πολέμησε τις νιφάδες.
Εν τω μεταξύ, στο παγωμένο παλάτι της Βασίλισσας, ο Κέυ έπιανε λεία κομμάτια πάγου και μετά τα τοποθετούσε με διάφορους τρόπους φτιάχνοντας «κάθε λογής σχήματα, παίζοντας το παγερό παιχνίδι της λογικής. Και του φαινόταν πως αυτά τα σχήματα ήταν αξιόλογα, για να μην πούμε και πολύ σπουδαία! Βλέπετε, του είχε μπει εκείνο το κομματάκι γυαλί μέσα στο μάτι! Πάλευε λοιπόν με τα σχήματα που έφτιαχναν κάθε φορά κι από μια λέξη, αλλά ποτέ δεν κατάφερνε να φτιάξει εκείνη ακριβώς την λέξη που ήθελε, την λέξη Αιωνιότητα. Κοίταζε τα κομμάτια του πάγου, σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν ...κι ήταν ακίνητος, τόσο ακίνητος που έλεγες πως είχε πεθάνει από το κρύο».Εκείνη την ώρα, η Γκέρντα μπήκε στον πύργο, αγκάλιασε σφιχτά τον Κέυ κι έκλαψε με καυτά δάκρυα. Τα δάκρυα κύλησαν στο στήθος του αγοριού και έφτασαν στην καρδιά του, έλιωσαν τον πάγο και παρέσυραν το γυαλί που ήταν καρφωμένο εκεί. Κι έκλαψε και ο Κέυ κι έφυγε το γυαλάκι από το μάτι του. Και όταν σφιχταγκαλιάστηκαν, ήταν τόσο μεγάλη η ευτυχία τους, που οι πλάκες γύρω τους σχημάτισαν την λέξη Αιωνιότητα.
Και γύρισαν πίσω στην πόλη και στην γειτονιά τους. Τότε αντιλήφθηκαν πως είχαν γίνει μεγάλοι. Κάθισαν στα παιδικά τους σκαμνάκια και ξέχασαν όσα πέρασαν στον άδειο πύργο της Βασίλισσας του χιονιού σα να ήταν όνειρο. «Κάθονταν εκεί, κι οι δυο μαζί, μεγάλοι και παιδιά συνάμα, παιδιά στην καρδιά. Κι ήταν καλοκαίρι, ζεστό κι ευλογημένο καλοκαίρι».
Bράδυ παραμονής των Χριστουγέννων και η πόλη κάτω γλεντά. Επιλέγoυμε την ησυχία μακρυά της και την θαυμάζουμε από ψηλά πάνω στα κάστρα την ώρα που το βαθύ σκοτάδι τα μεταμορφώνει σε σκηνικό μιας άλλης εποχής .
Ένα παλιό γνωστό στέκι φθαρμένο κι αυτό από τον χρόνο μας υποδέχεται .Ακόμα κι εκεί ότι υπάρχει είναι ιδαίτερα παλιό και αυθεντικό όπως τα τραγούδια του Καζαντζίδη που ακούμε .Ενα γραμμόφωνο ,μια λατέρνα, ένα Τζουκ Μποξ και πλήθος από παλιά ραδιόφωνα και αντικείμενα πλαισιώνουν την παλαιακή ατμοσφαίρα μιας εποχής που χάθηκε μα η αυθεντικότητα της θέλγει και τραβά σαν μαγνήτης αυτόν που την αναζητά . Όλα χάνονται στα βάθη του προηγούμενου αιώνα και αναδύονται πάλι μέσα από τις εξιστορημένες ιστορίες του μαγαζάτορα .
Εκεί ο μύθος και η πραγματικότητα μπερδεύονται στη σκόνη του καιρού και μαζί με τη ελαφρά μέθη του κόκκινου κρασιού σε μεταφέρουν νοερά ανάμεσα από μεσαιωνικούς ιππότες και βασίλισσες ,ήρωες που ξεπεζεύουν από τ άλογα μετά από πολύωρες μάχες και απλούς αγωγιάτες που μεταφέρουν με τα κάρα τις πραμάτειες τους από μακρυά .
Το φαγητό και οι μυρουδιές αυθεντικές, βγαλμένες από την ανατολίτικη κουζίνα των ξεχασμένων γεύσεων που η αξία τους χάνεται κι αυτή και εξανεμίζεται ανάμεσα στην πληθώρα των φαστφουντάδικων και της εύκολης αναζήτησης του σήμερα .
Εδω ο χρόνος δεν έχει καμιά σημασία ,κυλά τόσο αργά και καμιά φορά ανάδρομα ,εδώ είναι η καρδιά και όλη η ουσία της πόλης μας ,της μάνας μας,της Σαλονίκης.
- Πατέρα τι κάνεις εκεί ; τι μαστορεύεις πάλι ; .Ρώτησε και τα μεγάλα παιδικά της μάτια προσπαθούσαν γεμάτα απορία να μαντέψουν τι κατασκεύαζε τόση ώρα ο πατέρας σκυμμένος πάνω σε μια σανίδα που την είχε κόψει και προσπαθούσε να την λειάνει .
Ήταν ήδη προχωρημένη Άνοιξη κοντά στο Πάσχα ,ο βαρύς χειμώνας είχε αποχωρίσει , τα δένδρα ήσαν κατάφορτα από άνθη και ο τόπος μοσχομύριζε γλυκά .Τα πρώτα χελιδόνια έφτιαχναν τις φωλιές τους στους τοίχους και κάτω από τις στέγες των σπιτιών και τα παιδιά χαιρόταν γιατί πλησίαζε το Πάσχα που ήταν η χαρά της παιδικής τους ηλικίας .Μόλις άρχιζαν οι δεκαπενθήμερες διακοπές θα τους αγόραζαν καινούρια ρούχα και παπούτσια ,λαμπάδες και πασχαλινά σοκολατένια αυγά και λαγουδάκια και η μαμά θα έβαφε τα κόκκινα αυγά , θα έπλαθε τα αφράτα της τσουρέκια και όλη η γειτονιά θα μοσχομύριζε ,θα έτρωγαν αυτά ,θα έτρωγε ο ουρανός θα έτρωγε και η ψυχή τους .
Εκείνες τις μέρες θα άρχιζαν και οι ετοιμασίες στον κήπο .Ο πατέρας θα έσκαβε και θα αφράτευε το χώμα που το είχαν σκληρύνει οι παγωνιές και θα το ετοίμαζε για να δεχθεί τα νέα φυτά . Μόλις τέλειωνε με τα σκαψίματα θα φύτευε μαρούλια και ντοματιές ,πιπεριές και αγγουράκια και όλα τα εποχικά ζαρζαβατικά της άνοιξης και του καλοκαιριού, .
Όμως τώρα κάτι νέο ετοίμαζε ,κάτι που δεν το είχε ξαναδεί .Προσπαθούσε να μαντέψει ,τον ρώτησε τον ξαναρώτησε μα απόκριση δεν πήρε .Μονάχα χαμογελούσε καλοκάγαθα και που και που την χάιδευε με το βλέμμα του κάθε που πλησίαζε να ρίξει μια κλεφτή ματιά .
-Μα θα μου πεις επιτελούς τι φιάχνεις εκεί ; Toν ρώτησε και πάλι .
-Πήγαινε να παίξεις και όταν θα σε φωνάξω έλα και θα καταλάβεις ! της αποκρίθηκε .
Έτσι και έκανε .Πήγε βαριεστημένα να παίξει πιο κει και περίμενε να την φωνάξει. Κάποια στιγμή μετά από ώρα την κάλεσε να πάει κοντά .Ήδη είχε πετάξει τα δυο σχοινιά πάνω στο πιο γερο κλαδί της τεράστιας βερικοκιάς και προσπαθούσε να στερεώσει επάνω τους την σανίδα .
-Κατάλαβες τώρα ; την ρώτησε γελώντας !
-Με μιας το πρόσωπο της φωτίστηκε ,χτύπησε τα χεράκια της με χαρά και φώναξε : ωωωω μπαμπά ! μια κούνια ! τι όμορφη που είναι ! μπαμπά σ ευχαριστώ !
Εκείνο το απόγευμα ήταν ένα από τα πιο ευτυχισμένα της παιδικής της ηλικίας ,αλλά και αργότερα γιατί γέμισε τις μέρες της με χαρούμενες στιγμές ανέμελου παιχνιδιού και ώρες ξέγνοιαστες και ευτυχισμένες με ένα παιχνίδι φτιαγμένο απ τα ευλογημένα χέρια του πατέρα της.
Ανέβαινε στην κούνια και έτσι όπως πήγαινε πολύ ψηλά άγγιζε τα σύννεφα και γη και ουρανός γινόταν το ένα κι αυτή σκαρφάλωνε στις ράχες των πουλιών και πετούσε μαζί τους και έκανε ταξίδια σε μια χώρα που ποτέ δεν μπόρεσε κανείς να δει , ούτε να φτάσει μα ούτε και να περιγράψει και ήταν τόσο έντονη η χαρά και η συγκίνηση που τώρα ακόμα αναπολώντας εκείνες τις μέρες τις μακρινές θυμάται με σιγουριά πως πράγματι βρέθηκε και έζησε κάποτε εκεί .
Οι ανθρώπινες κοινωνίες φτιάχτηκαν έτσι γιατί έτσι είναι η φύση του ανθρώπου ,δημιουργική και παράλληλα καταστροφική .Γιατί όμως να υπάρχει και η καταστροφή όταν το ζητούμενο όλων είναι η ειρηνική συμβίωση μεταξύ μας ? Αν κοιτάξουμε ψηλά στο σύμπαν θα πάρουμε όλες τις απαντήσεις ,ότι συμβαίνει εκεί πάνω ,συμβαίνει και εδώ κάτω και ότι συμβαίνει εδώ κάτω συμβαίνει και στο εσωτερικό του ανθρώπου ,στον οργανισμό του αλλά και στις σκέψεις του και κατ επέκταση στις ενέργειες του .Υπάρχει το σύμπαν αλλά και ο μικρόκοσμος τα οποία και τα δυο μοιάζουν απόλυτα γιατί είναι φτιαγμένα από τα ίδια υλικά και κυβερνώνται από τον νόμο της εντροπίας τη τάση δηλαδή που έχουν όλα να τείνουν προς το μηδέν .Έτσι όπως γεννούνται και πεθαίνουν τα άστρα και οι πλανήτες μέσα από καταστροφικές και παράλληλα αναγεννητικές δυνάμεις ,το ίδιο συμβαίνει και πάνω στον πλανήτη μας ,αλλά και μέσα μας ,η δημιουργία προϋποθέτει και καταστροφή.
Έτσι μπορούμε να ερμηνεύσουμε πολλές συμπεριφορές του ανθρώπου .Το θέμα είναι η γνώση αυτή και η συνειδητοποίηση πόσο καλύτερη μπορεί να κάνει τη ζωή μας.Οι καταστροφές ,οι θάνατοι ,τα απρόβλεπτα γεγονότα ,όπως και οι χαρές και η απόλαυση της ζωής διαδέχονται το ένα το άλλο σε μια φυσιολογική αλληλουχία όπως οι χειμώνες τα καλοκαίρια .Και θα είμαστε λιγότερο δυστυχισμένοι αν τα δεχθούμε αυτά σαν φυσιολογικά γεγονότα κατά τη διάρκεια της ζωής μας .Ποιος μπορεί να αλλάξει τη ροή του ποταμού και ποιος μπορεί να σταματήσει τη πορεία του ήλιου ,της γης ή της σελήνης ,ότι είναι να γίνει θα γίνει ,σκοπός είναι να χαιρόμαστε όσο πρέπει και να λυπόμαστε όσο πρέπει ,με μια εσωτερική ισορροπία που έρχεται μόνο όταν δεχόμαστε πως αφού γενηθήκαμε κάποτε θα πεθάνουμε, ότι γεννιέται μοιραία πεθαίνει και είναι απόλυτα φυσιολογικό ,ενώ η αίσθηση παντοδυναμίας και της εγωιστικής αντίληψης πως όλα και όλοι φτιάχτηκαν να μας υπηρετούν, η απατηλή αίσθηση της ιδιοκτησίας πως όλα και όλοι μας ανήκουν,η ανάγκη του απόλυτου ελέγχου πάνω σε ανθρώπους, πράγματα και καταστάσεις καθώς και η απληστία να γευτούμε όλο και περισσότερα χωρίς ιδιαίτερο κόπο και εις βάρος των άλλων,δημιουργούν τις τριβές και όλα τα προβλήματα επί της γης .
Η βιαιότητα είναι στοιχείο της ίδιας της δημιουργίας και σαν μέρος της δημιουργίας και ο άνθρωπος έχει την βια μέσα του που δεν εκδηλώνεται πάντα με εκρήξεις γιατί υπάρχουν και εκείνες οι συμπεριφορές ,οι άδηλες που μοιάζουν σαν χημικές αντιδράσεις που μπορεί μεν να μην παράγουν φλόγα αλλά εκλύουν δυνάμεις και αποτελέσματα ισάξια μιας καταστροφής. Ο Δημιουργός ή το σύμπαν ή η τύχη μας έθεσαν σε ένα ασφαλές περιβάλλον, ένα μικρό παράδεισο, τη γη ,όπου αυτή τη βιαιότητα που φέρει μέσα η φύση μας μπορούμε να την αντιπαλέψουμε ως σκεπτόμενα όντα με βάση την ελεύθερη βούληση διανθισμένη με προσωπικές αξίες και καλλιεργήσιμες αρετές που μπορεί να μας οδηγήσουν άνετα να ζήσουμε μια ζωή ειρηνική,αγωνιζόμενοι για ότι προκύψει ,τόσο όσο είναι απαραίτητο για να υπάρχει ένα επιθυμητό αποτέλεσμα για εμάς τους ίδιους και για τους άλλους χωρίς απαραίτητα να δημιουργούμε γύρω μας ανθρώπινο πόνο και δυστυχία.Αυτός ο προσωπικός αγώνας είναι η εξουσία του πνεύματος πάνω στη ύλη, είναι η νίκη του καλού έναντι στο κακό ,το αιώνιο φως επάνω στο σκοτάδι ,η ηρεμία του παραδείσου που μέσα του όλοι εύχονται να μπορούσαν να ζήσουν και να γευτούν τις χαρές του.Αν θα πραγματοποιούνταν όλα τα παραπάνω η ζωή μας ξαφνικά θα μας φαινόταν ότι έχει μεγαλύτερη διάρκεια ίσως και να ήταν η αιώνια ζωή επί της γης και όχι στους ουρανούς που ευαγγελίζονται όλες οι θρησκείες.
Σχόλια απο το pblog :
α καλά:Τετάρτη, 21 Μαρτίου 2018 3:20 μμ
της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελάει
Ολυμπία Βράκα:Δευτέρα, 2 Απριλίου 2018 1:12 πμ
Εχοντας μια ιδέα για το ποιος εισαι σου λεω τα εξης : Το σχολιο σου δεν μετραει διοτι εισαι ενας κακοβουλος θλιβερος τυπακος που περιφερεις το θλιβερο και ανωμαλο σαρκιο σου στο διαδικτυο προσπαθωντας να λερωσεις οτι δεν μπορεις να φτασεις ! Ενας κοινος ηλιθιος εωτομανης ,ενας βλαμμενος και κομπλεξικος σβιγκος χωρις αναστημα μεταφορικα και κυριολεκτικα ενας μικρονους ερωτοπληκτος που κρυβεσαι στην ανωνυμια γιατι δεν εχεις τα κοτσια να βγεις επωνυμα και να αναμετρηθεις ! Παρολα αυτα επιλεγω να κοινοποιησω το σχολιο σου παρολο το εμετκο του περιεχομενο και την εκδηλη διαθεση να με πληξει για να ξερει ο κοσμος οτι περιφερεσαι εδω γυρω και εσαι εν δυναμει ταραξιας της ηρεμιας των αξιων χρηστων του blogger αλλα και του pblog που σε λιγο καιρο θα ριξει αυλαια δυστυχως για τους ευγενικους χρηστες αλλα ευτυχως και για καποιον σαν κι εσενα θα θαψει επιτελους μαζι με τα αισχη σου και την βλακεια σου.
Bas. Devasil:Δευτέρα, 2 Απριλίου 2018 5:25 πμ
Ωραιότατο κείμενο!!!! Θα το ήθελα και στο blogspot σου..... Την καλημέρα μου!
Ολυμπία Βράκα:Δευτέρα, 2 Απριλίου 2018 10:27 πμ
Eυχαριστω πολυ Βασίλη ! Σαν εκπαιδευτικος που εισαι το ευγενικο σου σχολιο με τιμα ιδιαιτερα ! να εισαι καλα !
Elisavet piperidou:Δευτέρα, 2 Απριλίου 2018 4:57 μμ
Εξαιρετικο, νιωθω σαν να βλεπω τυπωμενες καποιες σκεψεις μου με την καλυτερη εκφραση τους .
Oλυμπία Βράκα:Δευτέρα, 2 Απριλίου 2018 7:47 μμ
Σε ευχαριστω καλο μου κοριτσι ...χαιρομαι που ταυτιζονται οι αποψεις και οι σκεψεις μας ! Σου ευχομαι να εχεις ενα ομορφο Πασχα !
Μια φορά και ένα καιρό ζούσαν στην ίδια πόλη ,στην ίδια γειτονιά η Αλήθεια και το Ψέμα .Η Αλήθεια είχε ένα μεγάλο και ευρύχωρο σπίτι με μεγάλα και ανοιχτά παράθυρα που άφηναν το φως του ήλιου να το διαπερνά και να το θερμαίνει όλες τις εποχές του χρόνου .Ο κήπος της ήταν πάντα γεμάτος όμορφα λουλούδια και δένδρα, που έφτιαχναν γλυκούς καρπούς έτοιμους να τους δοκιμάσει ο κάθε ένας που θα διάβαινε την πόρτα της και το τραπέζι ήταν πάντα στρωμένο με δεκάδες εδέσματα και γλυκίσματα φτιαγμένα με μεράκι και αγάπη για όποιον ήθελε να τα γευτεί .Παρ όλα αυτά η Αλήθεια δεν είχε πολλούς φίλους ,το ζεστό και φιλόξενο σπίτι της δεν ήταν αρκετό για να τραβήξει τους επισκέπτες.Η Αλήθεια έκανε παρέα μόνο με την Ειλικρίνεια .Ήσαν αγαπημένες φίλες και κάθε μέρα χρόνια τώρα, έπιναν αντικριστά το τσάι τους χαμογελώντας η μια στην άλλη ,κάνοντας όνειρα πως κάποτε θα γίνει αγαπητή και θα γεμίσει το σπίτι της από κόσμο που θα έρχεται να την επισκεφθεί και να δεχθεί τις σοφές συμβουλές της.
Το Ψέμα αντίθετα είχε μικρο και θλιβερό σπίτι με μικρά παράθυρα ερμητικά κλειστά και σκούρα τζάμια που εμπόδιζαν το φως να εισέλθει και το κρατούσε κρύο ,παγωμένο και σκοτεινό ,γι αυτό και έμοιαζε απίστευτα αφιλόξενο. Και όμως δεν του έλειπαν οι φίλοι καθημερινά .Το Ψέμα δεν άδειαζε από τους επισκέπτες ,κόσμος πολύς πήγαινε και ερχόταν και ζητούσε τις ιδέες του και εκείνο με καμάρι καμάρωνε για την εξυπνάδα που είχε να καθοδηγεί τους φίλους του .Έτσι σε λίγο καιρό η πόλη γέμισε με ανθρώπους που καθοδηγούμενοι από το Ψέμα έγιναν και εκείνοι ψεύτικοι σαν και αυτό και ήρθαν και άλλοι και έγιναν κι εκείνοι το ίδιο και γέμισε ο κόσμος όλος ψέματα. Έπαιζαν και διάφορα παιχνίδια όλοι μαζί και τα αγαπημένα τους ήταν το "σκοτεινό δωμάτιο" ,η "κρεμάλα ", η "τυφλόμυγα " το "κλέφτες και αστυνόμοι ","το σπασμένο τηλέφωνο" και το "μάντεψε ποιος ".Πολλοί που έπαιζαν αυτά τα παιχνίδια τα έβρισκαν διασκεδαστικά και εθιστικά και ήταν δύσκολο να τα αποχωριστούν.Όμως με τόσο κόσμο μέσα στο ίδιο του το σπίτι το Ψέμα άρχισε να ασφυκτιά να νοιώθει άβολα ,πιεστικά και βασανιστικά ,δεν μπορούσε να ανασάνει και επιπλέον ένοιωθε άρρωστα και καταθλιπτικά και γεμάτο τύψεις για την ζωή που είχε διαλέξει.
Ενώ η Αλήθεια παρέα με την Ειλικρίνεια παρ ότι έμειναν για πάντα ολομόναχες, γι αυτό σπάνιες και ακριβοθώρητες εν τούτοις όποιος είχε τη σοφία να διαβεί την πόρτα του σπιτιού της ένοιωθε τη γλυκιά θαλπωρή και ζεστασιά που πρόσφεραν απλόχερα .Οι δυο φιλενάδες ήσαν ευτυχισμένες ,ήρεμες και χαρωπές απαλλαγμένες από θορύβους και ενοχλήσεις ανόητων ανθρώπων .Γι αυτό από τότε λένε πως η Αλήθεια είναι μια ,μοναδική και λάμπει ,ενώ τα ψέματα πολλά ,ανούσια και οδυνηρά.
Μια φορά κι ένα καιρό ζούσαν σε ένα μικρό όμορφο σπιτάκι δύο αδελφάκια που ήσαν χαρούμενα και ευτυχισμένα γιατί είχαν τους γονείς τους και μια αυλή να παίζουν και να μοιράζονται τα παιχνίδια τους με αγαπημένους φίλους .Οταν λοιπόν ερχόταν η Άνοιξη ο κήπος τους γέμιζε με πολλά όμορφα λουλούδια και πλημμύριζε με χρώματα και αρώματα ενώ στη μέση της αυλής υπήρχε κι ένα θεόρατο δένδρο που έδινε τη σκιά του τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού και χάριζε την ομορφιά του κάθε φορά που γέμιζε με όμορφα λουλουδάκια και αργότερα τα έδενε σε νόστιμους καρπούς .
Εκείνη όμως την Άνοιξη το δένδρο στη μέση του κήπου έμοιαζε να έχει ξεραθεί και μάταια το περίμεναν να γεμίσει με φρέσκα φυλλαράκια και να ανθίσει όπως κάθε χρονιά .Ο βαρύς χειμώνας και η παγωνιά που έστειλε η νεράιδα του χιονιού είχε κάψει και είχε ξεράνει όχι μόνο το δένδρο αλλά και όλα τα λουλούδια της αυλής .Η Άνοιξη είχε φθάσει όμως η αυλή ήταν γκρίζα και καταθλιπτική,το ίδιο και τα παιδάκια,,το ίδιο και οι μέλισσες ,το ίδιο και οι πεταλούδες ,το ίδιο και τα πουλάκια ,το ίδιο και η νεράιδα των λουλουδιών που περίμενε πως και πως την ώρα αυτή να σκορπιστεί παντού όλη η ομορφιά της.Στεναχωρημένη και χωρίς να ξέρει τι έπρεπε να κάνει πήγε στον φίλο της τον άνεμο και τον παρακάλεσε να τη βοηθήσει.
"Άνεμε καλέ μου φίλε φύσηξε πάνω στη γη και μάζεψε όλους τους σπόρους των λουλουδιών και σκόρπισε τους παντού να γεμίσει όλη πλάση ομορφιά "
"Ευχαρίστως καλή μου νεράιδα " είπε ο άνεμος γελώντας που φύσηξε δυνατά και μάζεψε όλους τους σπόρους και τους έφερε από τα πέρατα της οικουμένης ,σκορπώντας τους πιο όμορφους στην αυλή των δυο παιδιών.
Έπειτα η νεράιδα μας που ήξερε καλά τα μυστικά της μητέρας της φύσης ,πέταξε στον αέρα ψηλά πήγε κοντά στα σύννεφα και τα παρακάλεσε να γίνουν.βροχή .
"Ελάτε καλά μου σύννεφα ,γίνετε βροχούλα και δώστε τη δροσιά σας στη γη να ανθίσει και να καρποφορήσει ! "
"Τώρα είμαστε έτοιμα να γίνουμε βροχή ο δρόμος μας είναι ένας αέναος κύκλος και η αποστολή μας να ενώνουμε γη με ουρανό"
είπαν τα σύννεφα και αμέσως έγιναν μια σιγανή βροχούλα που κύλισε στο χώμα ,άγγιξε τους σπόρους και εκείνοι βλάστησαν και έτσι σε λίγες μέρες όλη η πλάση γέμισε και πάλι με όμορφα λουλούδια ,όπως και η αυλή των δυο παιδιών που το χαμόγελο άνθισε ξανά στα χείλη τους και έτσι συνέχισαν τα παιχνίδια τους κάτω από ένα καινούριο όμορφο δένδρο που πέταξε φύλλα και λουλούδια και πάλι στη μέση του ευλογημένου κήπου .Ολοι τώρα ήσαν χαρούμενοι ,τα παιδιά ,οι μέλισσες ,οι πεταλούδες ,τα πουλάκια και όλα τα μικρά πλασματάκια που ζούσαν εκεί μαζί και η νεράιδα των λουλουδιών που πετούσε χαρούμενη ,ευτυχισμένη και γελαστή ανάμεσα τους .
Και έτσι λοιπόν ζήσανε αυτοί καλά και όλοι όσοι έχουν ένα ανθισμένο κήπο για να φροντίζουν πολύ πολύ καλύτεραααααα !!!! :)
Δεν έχω θυμό μέσα μου! Δεν έχω έχθρα για κανέναν! Όμως μέσα μου κοιμάται μια λύπη! Πρόσεχε μην μου την ξυπνάς! Κι η λύπη όταν την ξυπνάς γίνεται θάνατος! Μην μου ξυπνάς την λύπη μέσα μου. Άστην να κοιμηθεί, να γαληνέψει και να ξεχαστεί. Θα θελα να μπορούσα να θυμώσω και να φωνάξω. Να ξεσπάσω, να κλάψω, να εκδικηθώ. Μόνο που τίποτα από αυτά δεν θέλω να κάνω. Το μόνο που θέλω είναι να κοιμίσω την λύπη μου. Να την κοιμίσω και να την ξεχάσω. Όπως κάνω ότι ξεχνώ τόσα πράγματα. Κι ας μην τα ξεχνώ. Θέλω να περπατήσω και να μυρίσω νυχτολούλουδο. Να περιπλανηθώ σε δρομάκια άγνωστα. Θέλω να μετακομίσω σε καινούρια γειτονιά. Να περπατήσω τους δρόμους της και να ανακαλύψω καινούρια μυστικά. Τόσα θέλω, μόνο που δεν ξέρω τι μπορώ. Ή μήπως μπορώ ότι θέλω; Σε θυμάμαι να μου λες, πως πρέπει στον εχθρό να χαμογελώ, γιατί έτσι τον πανικοβάλλω. Σου χαμογελώ και σε κοιτώ στα μάτια. Τώρα πια, ξέρω τα ψέματα πίσω από τις καλά κρυμμένες αλήθειες σου. Είναι όλα τόσο ξεκάθαρα πια. Χάθηκε η ομίχλη, διαλύθηκαν τα σύννεφα κι η ομορφιά και η ασχήμια μας κοιτούν κατάματα. Μην μου ξυπνάς αυτά που αφήνω να κοιμούνται.
Μια φορά και ένα καιρό ήταν μια ωραία παρέα .Η όμορφη αυτή παρέα μαζεύτηκε μια μέρα και αποφάσισε να πάει μια εκδρομή .Καθίσαν λοιπόν από την προηγουμένη να σκεφθούν που ήθελαν να πάνε και έτσι ο καθένας άρχισε να λέει τη γνώμη του.
-ΕΓΩ θέλω να πάμε σε βουνό ! πετάχτηκε βιαστικά ο πρώτος ,που πάντα έδειχνε αρχηγικές τάσεις και ήθελε να αρχίζει πάντα εκείνος την κουβέντα.
-Και γιατί να πάμε σε βουνό ? ακόμα είναι Χειμώνας και στα βουνά έχει χιόνια και κρύο ,ΕΓΩ λέω να πάμε κάπου που να έχει ήλιο και ζέστη. Αντιπρότεινε ο δεύτερος που ήταν πνεύμα αντιλογίας.
-Αποκλείεται συνέχισε ένας τρίτος που νόμιζε πως ήταν έξυπνος, ΕΓΩ λέω να πάμε σε νησί που θα χει αέρα και θάλασσα.
-Με την καμία ,απάντησε ο τέταρτος της παρέας που ήταν ο ευαίσθητος ,η θάλασσα με ζαλίζει και μου φέρνει ναυτία, ΕΓΩ θέλω να πάμε κάπου στη στεριά αλλά να μην έχει πολύ ήλιο γιατί με καίει.
-Μα τι λέτε ? στη στεριά ? δεν βρίσκω κανένα ενδιαφέρον ,το διάστημα είναι ποιο ανοιχτό και προκλητικό ΕΓΩ ,λέω να απολαύσουμε ένα διαστημικό ταξίδι να δούμε και τη γη από ψηλά ! Αντιπρότεινε ο ονειροπόλος.
-Δεν είσαι καθόλου σοβαρός ! πετάχτηκε ο έκτος της παρέας που υπολόγιζε το χρήμα. ,τα διαστημικά ταξίδια στοιχίζουν και εν μέσω οικονομικής κρίσης που θα βρούμε τα χρήματα ? ΕΓΩ λέω να είμαστε πιο προσγειωμένοι .
-Εντάξει ,σας έχω τη λύση ! ΕΓΩ προτείνω να πάμε σε μια λίμνη που είναι ήσυχα και ειδυλλιακά και μπορούμε και να ψαρεύουμε ! φώναξε ο ρομαντικός.
-Ναι αλλά δεν έχουμε βάρκα , κουπιά και δίχτυα και δεν ξέρουμε να ψαρεύουμε ,ΕΓΩ θέλω κάτι πιο ενδιαφέρον και δραστήριο , ας πούμε να πάμε να κάνουμε ράφτιγκ σε ποτάμι ή αναρρίχηση στα βράχια ,απάντησε ο ριψοκίνδυνος .
-Ωωω όχι ! αναφώνησε έντρομος κάποιος άλλος που ήταν και ο φοβιτσιάρης ,δεν έχουμε τον κατάλληλο εξοπλισμό , ΕΓΩ λέω να κάνουμε κάτι πιο απλό και λιγότερο επικίνδυνο ,όπως να δούμε κανένα μουσείο ή να επισκεφθούμε κάποιο μοναστήρι .
Αφού είχαν πέσει στο τραπέζι όλες οι γνώμες και είχαν εξαντληθεί απ την πολύωρη κουβέντα τότε πήρε το λόγο ο τελευταίος που άρπαξε την ευκαιρία και φάνηκε και ο πιο πειστικός τόσο από τον τόνο της φωνής του ,όσο με την διπλωματία του και με την πονηριά του.
-Εντάξει λοιπόν εφόσον δεν συμφωνούμε και δεν μπορούμε να χαράξουμε μια κοινή διαδρομή και να αποφασίσουμε για το που θέλουμε να πάμε, ΕΓΩ λέω να καθίσουμε ήσυχα στα σπίτια μας που είναι πιο σίγουρο, πιο ακίνδυνο, πιο ασφαλές ,δεν στοιχίζει ,δεν ενοχλεί και δεν επηρεάζει την βολή κανενός μας ,εεε τι λέτε ; αναφώνησε στο τέλος δήθεν φιλικά.
Και τότε συμφώνησαν όλοι και έτσι φοβισμένοι και ήσυχοι κοίταζαν τον κόσμο μέσα από ωραίες φωτογραφίες του διαδικτύου και έφυγε η ζωή τους περνώντας τον καιρό τους ανταλλάσσοντας και απόψεις για την ομορφιά ή την ασχήμια των τοπίων με τόση ένταση και πάθος που στο τέλος είχαν πιστέψει ακράδαντα πως είχαν πραγματοποιήσει εκείνη την ωραία εκδρομή που τόσο πολύ επιθυμούσαν . Όλοι κάπου θέλουμε να φτάσουμε αρκεί να έχουμε αποφασίσει από κοινού σε ένα κοινό στόχο ,αλλά πάντα θα υπάρχει κάποιος που θα βασίζεται στα υπερτροφικά μας ΕΓΩ και στην έλλειψη θέλησης να συμφωνήσουμε σε μια κοινή βάση και έτσι θα μας εκμεταλλεύεται αρπάζοντας την ευκαιρία προκειμένου να μας καταστήσει αδρανείς και υποχείρια ώστε να μην αντιδράμε σε τίποτα πλέον .Σήμερα η εξάπλωση της χρήσης του διαδικτύου καθιστά επείγουσα την ανάγκη να επανακαθορίσουμε τις ανάγκες μας τις αξίες μας και πως θα ξοδεύουμε τον πολύτιμο χρόνο μας .
Μια φορά και ένα καιρό ζούσε στη άκρη του χωριού μια οικογένεια .Η οικογένεια αυτή είχε κι ένα μικρο παιδάκι που ήταν πολύ ευτυχισμένο γιατί μεγάλωνε στη φύση μακρυά από την πολύβουη πόλη δίπλα στο δάσος που του πρόσφερε χαρές που μόνο ένα παιδί του χωριού είχε την ευκαιρία να γευτεί .Το παιδάκι αυτό κάθε πρωί έβγαινε στη αυλή του σπιτιού και ξεκινούσε τη μέρα του γεμάτο προσμονή για νέες περιπέτειες και νέες ανακαλύψεις .Κάθε μέρα ήταν μια νέα πρόκληση και όλα είχαν τη σημασία τους για εκείνο ,τα δένδρα ,τα λουλούδια ,τα πουλιά ,οι χελώνες και ότι ζούσε μέσα στον όμορφο κόσμο του και κάθε τι το κοιτούσε με ενδιαφέρον και προσοχή .
Μια μέρα εκεί που καθόταν πέταξε δίπλα του μια πεταλούδα .Ήταν τόσο όμορφη η πεταλούδα αυτή που στάθηκε να την χαζεύει για ώρα .Η πεταλούδα πέταξε γύρω του χαριτωμένα και μετά από λίγο στάθηκε πάνω σε ένα λουλούδι ανοιγοκλείνοντας τα φτεράκια της .Το μικρο παιδί μαγεμένο απ την ομορφιά της θέλησε να την αγγίξει .Με μια ζωηρή κίνηση την άρπαξε στα χέρια του χωρίς να υπολογίσει πως οι πεταλούδες έχουν ευαίσθητα μεταξωτά φτερά που εύκολα διαλύονται σε κάθε βίαιο άγγιγμα .Μετά από λίγο σιγουρεμένο πως την είχε φυλακίσει , με λαχτάρα άνοιξε την χούφτα του που την είχε κλείσει σφιχτά για να την δει καλύτερα και τότε γεμάτο απογοήτευση είδε την πεταλούδα να σπαρταρά με τσαλακωμένα και διαλυμένα τα φτερά της . Η πεταλούδα τώρα του φάνηκε άσχημη και αποκρουστική ,όμως πριν ξεψυχήσει γεμάτο έκπληξη την άκουσε να του μιλά με ανθρώπινη φωνή και να του λέει :
"μάθε πρώτα τη δύναμη σου να μετράς με ευαισθησία και ύστερα δοκίμασε την στον ευαίσθητο κόσμο που αγαπάς ".
Το παιδάκι στεναχωρεμένο άφησε κάτω τη νεκρή πεταλούδα και έφυγε για το σπίτι του .Εκεί συνέχεια σκεφτόταν τι άραγε ήθελε να του πει η πεταλούδα ,μα τότε δεν μπορούσε να καταλάβει.
Τα χρόνια πέρασαν ,ζούσε πια στην πόλη μακρυά από τον τόπο που μεγάλωσε ,είχε ήδη φτιάξει την δική του οικογένεια και όπως ήταν φυσικό είχε ξεχάσει τα λόγια της πεταλούδας .Κάποια μέρα εντελώς τυχαία βρέθηκε στο χωριό του για δουλειές .Τον έπιασε μια νοσταλγία και αποφάσισε να πάει στο μέρος όπου συνήθιζε να παίζει σαν παιδί .Έκατσε κάτω απ το ίδιο δένδρο να ξεκουραστεί και να απολαύσει τη φύση που αγαπούσε γυρνώντας στο παρελθόν παρέα με όμορφες αναμνήσεις .
Ξάφνου εκεί που είχε ήδη απορροφηθεί στις σκέψεις του άκουσε ένα θόρυβο δίπλα από ένα θάμνο εκεί κοντά .Σηκώθηκε και είδε ένα πουλάκι που είχε πιαστεί ανάμεσα στα βάτα .Χωρίς να το καλοσκεφτεί όρμησε και προσπάθησε να το απελευθερώσει κόβοντας τα κλαριά και δίχως να υπολογίσει τα αγκάθια που χώνονταν βαθιά μέσα στα χέρια του και ξέσκιζαν τις σάρκες του .Μετά από ώρα κατάφερε να το φτάσει , πήρε απαλά το πουλάκι στα χέρια του ,το κράτησε για λίγο και μετά το ελευθέρωσε .Εκείνο ευτυχισμένο πέταξε πάνω από το κεφάλι του φέροντας μια γύρα και έφυγε μακρυά .
Ευχαριστημένος κίνησε για το σπίτι του το πατρικό .Πηγαίνοντας στο δρόμο πρόσεξε πως από τα χέρια του τα δυνατά και ροζιασμένα έτρεχε αίμα και τότε θυμήθηκε τα λόγια της πεταλούδας της παιδικής του ηλικίας .Είχε μάθει πια και ήξερε πως να χρησιμοποιεί τη δύναμη του σοφά.
Γιατί η ευαισθησία είναι δύναμη και η δύναμη θέλει ευαισθησία και ωριμότητα για να είναι χρήσιμη και αποτελεσματική .
1. Θυμάται πως τα διαμάντια της ψυχής της είναι σπάνια ,ακριβά και δεν χαρίζονται .
2. Ξεχωρίζει τις πέτρες που κομπάζουν ότι είναι πολύτιμοι λίθοι και δεν σκύβει να τις μαζέψει.
3. Δεν περιμένει το κούφιο ξύλο να βγάλει ήχο κρυστάλλου .
4. Φορά κορώνα μαργαριταρένια και δεν αγοράζει φύκια που τα πουλάνε για μεταξωτές κορδέλες.
5. Αντιλαμβάνεται πως τα άγρια θηρία είναι δειλά γι αυτό ουρλιάζουν στιγμιαία και ύστερα αποσύρονται νικημένα .
6. Δεν ψάχνει θησαυρούς στα βαλτόνερα ,οι καθαροί άνθρωποι δεν φορούν προσωπείο .
7. Γνωρίζει πως οι βάτραχοι δεν μεταμορφώνονται σε πρίγκιπες ή πριγκίπισσες όσο κι αν προσπαθούν .
8. Ευχαριστεί όλους τους σκοτεινούς που την βοηθούν να καταλάβει πως της ταιριάζει να ζει λουσμένη στο φως.
9. Σέβεται μόνο ότι την τιμά ,δεν δέχεται προσβολές που τις ξεπληρώνει με λήθη.
10. Ακολουθεί τις αρχές της πιστά τραγουδώντας το τραγούδι της αξιοπρέπειας για εκείνους που το καταλαβαίνουν .
Αυτός είναι ο δεκάλογος μιας αληθινής κυρίας .Γι αυτό όσες θέλουμε να είμαστε αληθινές κυρίες και να έχουμε κορώνα στο κεφάλι μας που αστράφτει τον ακολουθούμε πιστά ,κλείνουμε τα αυτιά μας στα κοάσματα και μαθαίνουμε να ακούμε και να χαιρόμαστε μόνο με το ευτυχισμένο κελάηδημα των πουλιών.
Elisavet piperidou:Δευτέρα, 2 Απριλίου 2018 4:57 μμ
Εξαιρετικο, νιωθω σαν να βλεπω τυπωμενες καποιες σκεψεις μου με την καλυτερη εκφραση τους .
Oλυμπία Βράκα:Δευτέρα, 2 Απριλίου 2018 7:47 μμ
Σε ευχαριστω καλο μου κοριτσι ...χαιρομαι που ταυτιζονται οι αποψεις και οι σκεψεις μας ! Σου ευχομαι να εχεις ενα ομορφο Πασχα !