Παρασκευή 29 Ιουλίου 2022

ΤΑ ΔΥΟ ΚΑΡΑΒΑΚΙΑ

DSC7732-karavakia-231753-copy.jpg

Μια φορά και ένα καιρό ήταν ένα μικρο και όμορφο κάτασπρο καραβάκι ,τόσο όμορφο που το θαύμαζαν τα κύματα ,το θαύμαζαν οι γλάροι ,το θαύμαζαν ακόμα και τα ψαράκια που ζούσαν στη θάλασσα των καραβιών.Το μικρό μας καραβάκι συχνά ονειρευόταν μέρη μακρινά από ιστορίες που είχε ακούσει να διηγούνται φλύαροι και επηρμένοι ναυτικοί όταν ήταν ακόμα δεμένο στο λιμάνι και περίμενε με λαχτάρα να έρθει κάποτε και ο καιρός του να σαλπάρει. Ονειρευόταν λοιπόν πως θα έβγαινε αγέρωχα στα ανοιχτά και πως θα χάραζε τη ρότα του σύμφωνα με τις μετρήσεις από τα όργανα πλοήγησης που διέθετε ,έχοντας ορθάνοιχτα και απλωμένα τα κάτασπρα πανιά του. Ήταν δε τόσο χαρούμενο που ήταν τόσο  πολύ καλά εξοπλισμένο και θα μπορούσε να ταξιδεύει με όλους τους καιρούς .

Στο ίδιο λιμάνι ήταν δεμένο κι ένα καραβάκι βαμμένο μολυβί στο χρώμα της νύχτας που ήταν πολύ ζωηρό και όλο φώναζε και μιλούσε δυνατά για να προκαλέσει το ενδιαφέρον λέγοντας πως είχε την ικανότητα να φτάσει στα πιο μακρινά μέρη χωρίς πανιά ,πυξίδα ,τιμόνι και χωρίς καν να διαβάζει τα αστέρια του ουρανού. Θεωρούσε δε πως ήταν άξιο να πλεύσει με μόνο εξοπλισμό την φαντασία του καθώς και την μεγάλη όρεξη που είχε για να κάνει τα μεγαλύτερα και πιο ριψοκίνδυνα ταξίδια .Έτσι μια μέρα που η θάλασσα ήταν αγριεμένη ,έσπασε το σάπιο κάβο του απ την αλμύρα της θαλασσας  και βγήκε στα ανοιχτά .

Στην αρχή το ταξίδι το συνεπήρε ,η αύρα της θάλασσας το έκανε ακόμα πιο ζωηρό και έτσι άρχισε να τραγουδά χαρωπά σκίζοντας περήφανα τα κύματα που όμως δυστυχώς ώρα με την ώρα δυνάμωναν χωρίς όμως εκείνο να φαίνεται ανησυχεί σοβαρά. Δεν ήξερε που πήγαινε , ήταν ένα επιπόλαιο καραβάκι που έβγαινε με όλους τους καιρούς αψηφώντας τους κινδύνους και χωρίς να έχει όσα εφόδια του χρειάζονταν για να πλεύσει με ασφάλεια . Ξαφνικά και κατά μεσής του πελάγου ήρθε ένα μεγάλο κύμα που έσκασε επάνω του και κόντεψε να το τουμπάρει .Εκείνο πάλι δεν ανησύχησε σοβαρά και συνέχισε το ταξίδι του σφυρίζοντας και τραγουδώντας αμέριμνο .Όμως η θάλασσα αγρίευε και άρχισε πλέον να λυσσομανά επάνω του με μεγάλη δύναμη και αγριότητα .Τα κύματα τώρα έγιναν τεράστια και κόντευαν να το καταπιούν ,έπλεε ακυβέρνητο και άρχισε φοβισμένο να φωνάζει σε βοήθεια ,αλλά ποιος θα το άκουγε με τέτοια φουρτούνα ? Να όμως που το άσπρο μας καραβάκι που ήταν στο λιμάνι δεμένο και περίμενε να κοπάσει ο καιρός για να σαλπάρει άκουσε τις απελπισμένες κραυγές του και ξεκίνησε να πάει να το βοηθήσει .Έβαλε μπρος τις δύο γερές του μηχανές σήκωσε και τα πανιά ,μάζεψε την άγκυρα του και με τη βοήθεια της πλοήγησης από τα μηχανήματα που διέθετε σύντομα βρέθηκε δίπλα στο φίλο του που κινδύνευε .

-Εεεε του φώναξε, στρίψε το τιμόνι δεξιά κόντρα στο κύμα κι εγώ θα σε πλευρίσω με προσοχή να έρθω να σε τραβήξωωω .

-Δεν έχω τιμόνι και σκοινιά ,απάντησε εκείνο έντρομο και παραλυμένο από το φόβο.

-Έχω εγώ μην ανησυχείς , έρχομαιιιι .... απάντησε το λευκό καραβάκι .

Έτσι και έγινε ,το λευκό καραβάκι πλησίασε με προσοχή ,του έριξε τα σχοινιά του και το ρυμούλκησε με ασφάλεια μέσα στο λιμανάκι .Πέρασε πολύ ώρα να συνέλθει το ζωηρό γκρίζο μας καραβάκι ,έτρεμε και τουρτούριζε,ενώ ο φίλος του ο καλός το άσπρο μας το καραβάκι είχε δέσει πλάι του και προσπαθούσε να το συνεφέρει με γλυκόλογα συμπόνοιας και ενθάρρυνσης.

Γιατί δεν φτάνει μόνο να θέλεις, πρέπει και να μπορείς κι αν δεν μπορείς προσπάθησε τουλάχιστον να γίνεις αυτός που πρέπει για να φθάσεις εκεί που θέλεις .

Παρασκευή 16 Ιουλίου 2021

Γαστριμαργικές απολαύσεις και παλιές ιστορίες

















Είμαστε ακόμα στα μέσα Αυγούστου και η θάλασσα βράζει από ψάρια ,αν όχι  παντού τουλάχιστον στον δικό μας ψαρότοπο, δίνοντας μας την ευχαρίστηση αναψυχής στο ψάρεμα αλλά και της γαστριμαργικής απόλαυσης, δοκιμάζοντας παράλληλα και τις μαγειρικές μου ικανότητες .
Ετοιμάζοντας τα φρέσκα ψαράκια για να μπουν στο φούρνο ακολουθώντας την αυθεντική πολίτικη συνταγή ,δεν μπορώ  να μη θυμηθώ την γιαγιά μου την Ελένη που έλεγε συχνά κουνώντας πέρα δώθε το κεφάλι της νοσταλγικά όταν την φιλοξενούσαμε και είχαμε ψαράκια στο σπίτι : " Αχ και να είχαμε μια παλαμίδα από εκείνες που μας έφερνε ο μπαμπάς μου  ,αχ παιδάκι μου ! " Και τα μάτια της από θολά έβγαζαν ξάφνου σπίθες σαν αναπολούσε τον Βόσπορο  με όλες του τις ομορφιές .


Οι μόνες πληροφορίες που έχω είναι πως στο τελευταίο ταξίδι  της προσφυγιάς προς την Ελλάδα πεθαίνει ξαφνικά ο προπάππος μου ο Αριστοτέλης από τις κακουχίες και  χάνεται για πάντα κάθε ελπίδα και προοπτική γυρισμού .Οι δυο γυναίκες μάνα και κόρη έμειναν αναπάντεχα μόνες απ την ορφάνια που άφησε πίσω ο προπάππος παρέα με τις αναμνήσεις τους και τους καημούς τους ,λίγους καλούς συγγενείς που έστεκαν ο ένας στον άλλον στις δυσκολίες τους και τα ελάχιστα υπάρχοντα που έσωσαν  ήταν η μαγιά για να στήσουν από την αρχή τη νέα τους ζωή .
Όταν αργότερα μεγάλωσε και παντρεύτηκε η γιαγιά και γεννήθηκαν τα δικά της παιδιά κι εκείνα μεγάλωσαν με την σειρά τους  και έκαναν τις δικές τους οικογένειες πολύ λίγα από τις θύμησες είχαν περισωθεί και πάλι δεν ήθελαν να μιλάνε γι 'αυτά καθότι οι πληγές που άνοιξε ο ξεριζωμός και όλα τα καλά που άφησαν πίσω τους ,το σπίτι ,το βιός και όλη η περιουσία του παππού  ,τους είχαν πληγώσει βαθιά .Μονάχα τα προικιά ,τα υφαντά ,τα κεντητά και ότι κατάφεραν να περισώσουν αυτές οι δυο λωξάντρες μιλούσαν για την άλλοτε κραταιά δόξα του Βυζαντίου και του πολιτισμού των Ελλήνων Ρωμιών που έσβησε τόσο απροσδόκητα εκεί στην Βασιλεύουσα ,στα περίχωρα της και σε όλη την επικράτεια του Πόντου και της Μικράς Ασίας .
















Ωστόσο μαζί με τα λιγοστά υπάρχοντα  έφεραν μαζί τους τον δικό τους πολιτισμό , την απαράμιλλη φιλοξενία τους .Θυμάμαι σαν παιδάκι να ξαπλώνω στα αφράτα στρώματα της προγιαγιάς μου Σοφίας με τα πάλλευκα δαντελλένια σεντόνια ,τα κεντημένα μαξιλαρόφυλλα και τα αφράτα παπλώματα που μοσχομύριζαν καθαρότητα και αρχοντιά γιατί παρόλη την τωρινή τους φτώχια ήσαν αρχόντισσες σε όλες τους τις εκδηλώσεις και δεν επέτρεπαν να πέσει η νοικοκυροσύνη τους ούτε σπιθαμή χαμηλότερα απ ότι ήσαν συνηθισμένες στην πατρίδα. Θυμάμαι την προγιαγιά μου Σοφία με ανοιχτά τα χέρια να βγαίνει στο δρόμο να μας υποδεχθεί με τη χαρά ζωγραφισμένη στο ολοστρόγγυλο και σκαμμένο από τις ρυτίδες και τα βάσανα πρόσωπο της αλλά  με το χαμόγελο στα χείλη με την χαρακτηριστική θρακιώτικη προφορά της να λέει φωναχτά  :  " Μαρ καλώς τα ! Μαρ καλώς τα ! "




















Κι όσο οι σκέψεις με ταξιδεύουν στο παρελθόν της οικογένειας ,τα ψαράκια μου ήδη έχουν ψηθεί ,το σπίτι μοσχομυρίζει και είναι έτοιμα να βγουν από τον φούρνο .Οι μυρωδιά του σκόρδου, της δάφνης ,του κρεμμυδιού και της ψημένης ντομάτας αγγίζουν το όριο της τελειότητας ευφραίνοντας και τον πλέον απαιτητικό ουρανίσκο .Ναι δεν χρειάζεσαι πολλά για να είσαι άρχοντας, μονάχα ψυχή για να καταλαβαίνεις τι ακριβώς είναι η αυθεντική αρχοντιά ,που κρύβεται και πως πρέπει να έχεις καρδιά να την ανακαλύπτεις . 
( Στην τελευταία φωτογραφία  διακρίνεται και η παλιοκαιρίστικη υφαντή ποδιά κεντημένης στο χέρι από την προγιαγιά Σοφία η οποία περισώθηκε όταν την ανακάλυψα στα συρτάρια της μάνας μου λίγο πριν μας αφήσει για πάντα  ).


Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2019

Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΟΥ ΧΙΟΝΙΟΥ

Απόψε θα σας πω ένα παραμύθι για την αιωνιότητα .....
Πλησιάζουν Χριστούγεννα  ,ημέρες που ανήκουν στη χαρά των παιδιών .Ανεξάρτητα από τις δυσκολίες των καιρών oι ανάγκες των ανθρώπων περιμένουν να ικανοποιηθούν ,πολύ περισσότερο των μικρών παιδιών που δεν καταλαβαινουν ούτε από ανεργία ,ούτε από φτώχια και η  λαχτάρα για ένα δωράκι για να δικαιωθεί και ο μύθος του Αη Βασίλη παραμένει η ίδια .Ποσα παιδακια ομως θα μεινουν χωρις δωρακια και ποσες οικογενειες θα μοιραστουν μεταξύ τους τα λιγοστα που διαθετουν στο χριστουγεννιατικο τραπεζι ? Ισως φετος να ειναι χειροτερα  απο περισυ ,ισως και για του χρονου  οι "σοφοι" ν αποφασισουν να αναβαλλουν και τα Χριστουγεννα .
Και σκεφτομαι τα δικα μου παιδικα χρονια αυτες τις γιορτινες μερες ,οταν ακομα υπηρχε φτωχια χειροτερη απο αυτη που βιωνουμε σημερα  και παρ ολα αυτα παντα κατι δεχομασταν απ τους γονεις μας ή απο καποιον χουβαρδα συγγενη που ηθελε να μας δωσει λιγο χαρα. Ετσι κι εγω καποια Χριστουγεννα δεχθηκα ως δωρο  ενα βιβλιο με παραμυθια του Αντερσεν .Για μενα ηταν ανελπιστη χαρα ,γιατι τα παλια εκεινα χρονια το παιχνιδι στη φυση  και ενα βιβλιο,ηταν ο δρομος που οδηγουσε  μεσω της  φαντασιας και της περιεργειας στη γνωση και την συναισθηματικη ωριμανση .Το παραμυθι Της Βασιλισσας του Χιονιου  το λατρεψα ,εγραψε με υπεροχα συναισθηματα μεσα μου για τη φιλια ,τη θυσια ,την αλληλεγγυη και την προσπαθεια να κρατηθει ζωντανη η ζεστασια της καρδιας ,ενω παραλληλα   με γεμισε με περιεργεια για τις παγωμενες χωρες του Βορρα .Παραμυθι γεματο συμβολισμους ,διδακτικο και παρα πολυ επικαιρο για οσα βιωνει ο συγχρονος ανθρωπος παρολο που γραφτηκε παλια .
Παμε λοιπον να γνωρισουμε το παραμυθι μεσα ομως απο μια αλλη προσεγγιση ,αυτη της ερμηνείας του απο πληροφοριες που βρηκα στο itnernet :

Στο  παραμύθι  του  η  «Βασίλισσα  του  χιονιού», ο Άντερσεν έπλασε ένα από τα πιο όμορφα παραμύθια που  γράφτηκαν  ποτέ.  Με  το  πέπλο  της φαντασίας και έντονο το συναισθηματικό στοιχείο ασκεί κριτική κατά  του   ορθολογισμού .  Σαν  αντίδοτα   στο  δηλητήριο   του   ψυχρού   ορθολογισμού   προτείνει   ο Άντερσεν   την  αγνότητα  και  την ένταση των συναισθημάτων  και  σαν τελικό  του στόχο  προβάλλει  την κατάκτηση  της  αέναης  παιδικότητας  την   συναισθηματική  δηλαδή   πληρότητα  και την  διαύγεια  του παιδικού  ψυχισμού,  ως  απεγνωσμένη αντίσταση στην φθορά του χρόνου, που  βαραίνει  τον  άνθρωπο κάνοντάς τον όλο και πιο δεμένο στα υλικά αγαθά ,και όλο και πιο ευάλωτο στις παγίδες του του μοντέρνου  τρόπου ζωής. Ας δούμε, όμως, με ποιον τρόπο το κάνει ο Δανός λογοτέχνης.

Η υπόθεση του παραμυθιού έχει ως εξής. Ένας κακός καλικάντζαρος έφτιαξε έναν μαγικό καθρέφτη που ό,τι καλό και όμορφο καθρεφτιζόταν επάνω του το μίκραινε τόσο ώστε μόλις και φαινόταν ενώ το κακό και το άσχημο το έδειχνε ακόμη πιο μεγάλο και αποκρουστικό. Η επιτυχία του καθρέφτη έκανε τους καλικάντζαρους να ξεθαρρέψουν και να πετάξουν κρατώντας τον στον ουρανό για να κοροϊδέψουν τους αγγέλους. Επειδή, όμως, πέταξαν πολύ ψηλά, ο καθρέφτης τους γλίστρησε και έπεσε στην γη. Το αποτέλεσμα ήταν να κομματιαστεί σε δισεκατομμύρια θρύψαλα. Από τότε τα πράγματα χειροτέρεψαν στη γη γιατί τα κομμάτια, που είχαν την δύναμη του καθρέφτη, έμπαιναν στα μάτια ανθρώπων κι αυτοί έβλεπαν τα πράγματα παραμορφωμένα. Σε άλλων ανθρώπων τα θρύψαλα μπήκαν στην καρδιά και τους την πάγωσαν. Υπήρχαν επίσης πολλά θρύψαλα που συνέχισαν να αιωρούνται.

Εκείνη την εποχή, σε μια γειτονιά με ανθισμένους κήπους, μεγάλωναν μαζί ένα αγοράκι (ο Κέυ) και ένα κοριτσάκι (η Γκέρντα), που αγαπιούνταν σαν αδέρφια. «Τα δυο παιδάκια κρατιούνταν απ' το χέρι, φιλούσαν τα τριαντάφυλλα, κοίταζαν το ολοκάθαρο φως του ήλιου του Θεού και του μιλούσαν σαν να ήταν εκεί ο μικρός Χριστούλης».Μια μέρα, εκεί που κάθονταν τα δυο παιδάκια, έφτασαν τα αιωρούμενα κομμάτια του απαίσιου καθρέφτη και δυστυχώς δυο απ' τα κομμάτια του κατέληξαν στον μικρό Κέυ. Το ένα μπήκε στο μάτι και το άλλο στάθηκε στην καρδιά του. Από τότε άρχισε να αλλάζει συμπεριφορά. Ξερίζωνε τα τριαντάφυλλα, βαριόταν τα παραμύθια και ειρωνευόταν τους ανθρώπους. Ο κόσμος άρχισε να τον επαινεί για την εξυπνάδα του κι ο ίδιος άλλαξε συνήθειες και παιχνίδια. Τελικά έφυγε από την μικρή του γειτονιά και εγκατέλειψε την Γκέρντα. Όμως, καθώς είχε πάει να παίξει στη μεγάλη πλατεία, ένα μεγάλο έλκηθρο τον πήρε και τον ταξίδεψε στην άκρη του κόσμου. Εκείνος δοκίμασε να φωνάξει ή να πει το «Πάτερ Ημών», ζητώντας βοήθεια από τον Θεό, αλλά το είχε ξεχάσει. Το μόνο που θυμόταν ήταν η προπαίδεια! 

Τελικά, αυτή που τον είχε απαγάγει ήταν η «Βασίλισσα του χιονιού». Όταν η βασίλισσα του έδωσε δυο φιλιά ο Κέυ ξέχασε οριστικά την μικρή Γκέρντα και όλους τους δικούς του. «Την κοίταξε. Ήταν πανέμορφη, δεν μπορούσε να φανταστεί άλλο πρόσωπο που ν' ακτινοβολεί τόση εξυπνάδα και γοητεία. Δεν του φαινόταν πια σαν να ήταν από πάγο ...Την έβλεπε τέλεια». Έπειτα, η βασίλισσα του χιονιού τον πήρε και πέταξαν στον ουρανό.

Η μικρή Γκέρντα ξεκίνησε να βρει τον Κέυ. Διέσχισε έναν μαγικό ποταμό, έμεινε στο φιλόξενο σπίτι μιας γριάς μάγισσας, εισήλθε μαζί με δυο κοράκια στον πύργο της πριγκίπισσας ενός μαγικού βασιλείου, αιχμαλωτίστηκε από ληστές, απελευθερώθηκε για να καταλήξει στη Λαπωνία, όπου μια Φινλανδή μάγισσα την ενίσχυσε με ένα ξόρκι και της είπε τι είχε συμβεί στον Κέυ. Ο τάρανδος που μετέφερε την Γκέρντα ρώτησε την Φινλανδή αν είχε κάποιο ξόρκι για να λυτρώσει τον Κέυ, όμως εκείνη του απάντησε πως η μόνη δύναμη που μπορούσε να το πετύχει αυτό ήταν η δύναμη της καρδιάς της Γκέρντα. Η δύναμη ενός αθώου γλυκού παιδιού. Τελικά η Γκέρντα ξεκίνησε για το παλάτι της «Βασίλισσας του χιονιού» αλλά δέχτηκε επίθεση από μια ορδή νιφάδων χιονιού, που υπηρετούσαν την κυρία τους. Ζήτησε, όμως, την βοήθεια του Θεού και μια λεγεώνα αγγέλων με πανοπλίες και δόρατα ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα και πολέμησε τις νιφάδες. 
                                           

Εν τω μεταξύ, στο παγωμένο παλάτι της Βασίλισσας, ο Κέυ έπιανε λεία κομμάτια πάγου και μετά τα τοποθετούσε με διάφορους τρόπους φτιάχνοντας «κάθε λογής σχήματα, παίζοντας το παγερό παιχνίδι της λογικής. Και του φαινόταν πως αυτά τα σχήματα ήταν αξιόλογα, για να μην πούμε και πολύ σπουδαία! Βλέπετε, του είχε μπει εκείνο το κομματάκι γυαλί μέσα στο μάτι! Πάλευε λοιπόν με τα σχήματα που έφτιαχναν κάθε φορά κι από μια λέξη, αλλά ποτέ δεν κατάφερνε να φτιάξει εκείνη ακριβώς την λέξη που ήθελε, την λέξη Αιωνιότητα. Κοίταζε τα κομμάτια του πάγου, σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν ...κι ήταν ακίνητος, τόσο ακίνητος που έλεγες πως είχε πεθάνει από το κρύο».Εκείνη την ώρα, η Γκέρντα μπήκε στον πύργο, αγκάλιασε σφιχτά τον Κέυ κι έκλαψε με καυτά δάκρυα. Τα δάκρυα κύλησαν στο στήθος του αγοριού και έφτασαν στην καρδιά του, έλιωσαν τον πάγο και παρέσυραν το γυαλί που ήταν καρφωμένο εκεί. Κι έκλαψε και ο Κέυ κι έφυγε το γυαλάκι από το μάτι του. Και όταν σφιχταγκαλιάστηκαν, ήταν τόσο μεγάλη η ευτυχία τους, που οι πλάκες γύρω τους σχημάτισαν την λέξη Αιωνιότητα. 

Και γύρισαν πίσω στην πόλη και στην γειτονιά τους. Τότε αντιλήφθηκαν πως είχαν γίνει μεγάλοι. Κάθισαν στα παιδικά τους σκαμνάκια και ξέχασαν όσα πέρασαν στον άδειο πύργο της Βασίλισσας του χιονιού σα να ήταν όνειρο. «Κάθονταν εκεί, κι οι δυο μαζί, μεγάλοι και παιδιά συνάμα, παιδιά στην καρδιά. Κι ήταν καλοκαίρι, ζεστό κι ευλογημένο καλοκαίρι».


Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2018

ΣΑΛΟΝΙΚΗ



Bράδυ παραμονής των Χριστουγέννων και η πόλη κάτω γλεντά. Επιλέγoυμε την ησυχία μακρυά της και την θαυμάζουμε από ψηλά πάνω στα κάστρα την ώρα που το βαθύ σκοτάδι τα μεταμορφώνει σε σκηνικό μιας άλλης εποχής .
Ένα παλιό γνωστό στέκι φθαρμένο κι αυτό από τον χρόνο μας υποδέχεται .Ακόμα κι εκεί ότι υπάρχει είναι ιδαίτερα παλιό και αυθεντικό όπως τα τραγούδια του Καζαντζίδη που ακούμε .Ενα γραμμόφωνο ,μια λατέρνα, ένα Τζουκ Μποξ και πλήθος από παλιά ραδιόφωνα και αντικείμενα πλαισιώνουν την παλαιακή ατμοσφαίρα μιας εποχής που χάθηκε μα η αυθεντικότητα της θέλγει και τραβά σαν μαγνήτης αυτόν που την αναζητά . Όλα χάνονται στα βάθη του προηγούμενου αιώνα και αναδύονται πάλι μέσα από τις εξιστορημένες ιστορίες του μαγαζάτορα .
Εκεί ο μύθος και η πραγματικότητα μπερδεύονται στη σκόνη του καιρού και μαζί με τη ελαφρά μέθη του κόκκινου κρασιού σε μεταφέρουν νοερά ανάμεσα από μεσαιωνικούς ιππότες και βασίλισσες ,ήρωες που ξεπεζεύουν από τ άλογα μετά από πολύωρες μάχες και απλούς αγωγιάτες που μεταφέρουν με τα κάρα τις πραμάτειες τους από μακρυά . 
Το φαγητό και οι μυρουδιές αυθεντικές, βγαλμένες από την ανατολίτικη κουζίνα των ξεχασμένων γεύσεων που η αξία τους χάνεται κι αυτή και εξανεμίζεται ανάμεσα στην πληθώρα των φαστφουντάδικων και της εύκολης αναζήτησης του σήμερα .
Εδω ο χρόνος δεν έχει καμιά σημασία ,κυλά τόσο αργά και καμιά φορά ανάδρομα ,εδώ είναι η καρδιά και όλη η ουσία της πόλης μας ,της μάνας μας,της Σαλονίκης. 


                                          





Παρασκευή 6 Απριλίου 2018

MIA ΚΟΥΝΙΑ ΜΑΓΙΚΗ


- Πατέρα τι κάνεις εκεί ; τι μαστορεύεις πάλι ; .Ρώτησε και τα μεγάλα παιδικά της μάτια προσπαθούσαν γεμάτα απορία να μαντέψουν τι κατασκεύαζε τόση ώρα ο πατέρας  σκυμμένος πάνω σε μια   σανίδα που την είχε κόψει και προσπαθούσε να την λειάνει .
Ήταν ήδη  προχωρημένη Άνοιξη κοντά στο Πάσχα ,ο βαρύς χειμώνας είχε αποχωρίσει , τα δένδρα ήσαν κατάφορτα από άνθη και ο τόπος μοσχομύριζε γλυκά .Τα πρώτα χελιδόνια έφτιαχναν τις φωλιές τους στους τοίχους και κάτω από τις στέγες των σπιτιών  και τα παιδιά χαιρόταν γιατί πλησίαζε το Πάσχα που ήταν η χαρά της παιδικής τους ηλικίας .Μόλις άρχιζαν οι δεκαπενθήμερες διακοπές θα τους αγόραζαν καινούρια ρούχα και παπούτσια ,λαμπάδες και πασχαλινά σοκολατένια αυγά και λαγουδάκια και η μαμά θα έβαφε τα κόκκινα αυγά , θα έπλαθε τα αφράτα της τσουρέκια και όλη η γειτονιά θα μοσχομύριζε ,θα έτρωγαν αυτά ,θα έτρωγε ο ουρανός θα έτρωγε και  η ψυχή τους .
Εκείνες τις μέρες θα άρχιζαν και οι ετοιμασίες στον κήπο .Ο πατέρας θα έσκαβε και θα αφράτευε το χώμα που το είχαν σκληρύνει οι παγωνιές και θα το ετοίμαζε για να δεχθεί τα νέα φυτά  . Μόλις τέλειωνε με τα σκαψίματα θα φύτευε μαρούλια και ντοματιές ,πιπεριές και αγγουράκια και όλα τα εποχικά ζαρζαβατικά της άνοιξης και του καλοκαιριού, .
Όμως τώρα κάτι νέο ετοίμαζε ,κάτι που δεν το είχε ξαναδεί .Προσπαθούσε να μαντέψει ,τον ρώτησε τον ξαναρώτησε μα απόκριση δεν πήρε .Μονάχα χαμογελούσε καλοκάγαθα και που και που την χάιδευε με το βλέμμα του κάθε που πλησίαζε να ρίξει μια κλεφτή ματιά .
-Μα θα μου πεις επιτελούς τι φιάχνεις εκεί ; Toν ρώτησε και πάλι .
-Πήγαινε να παίξεις και όταν θα σε φωνάξω  έλα  και θα καταλάβεις ! της αποκρίθηκε .
Έτσι και έκανε .Πήγε βαριεστημένα να παίξει πιο κει και περίμενε να την φωνάξει. Κάποια στιγμή μετά από ώρα την κάλεσε να πάει κοντά .Ήδη είχε πετάξει τα δυο σχοινιά πάνω στο πιο γερο κλαδί της τεράστιας βερικοκιάς και προσπαθούσε να στερεώσει επάνω τους την σανίδα .
-Κατάλαβες τώρα ; την ρώτησε γελώντας !
-Με μιας το πρόσωπο της φωτίστηκε ,χτύπησε τα χεράκια της με χαρά και φώναξε : ωωωω μπαμπά ! μια κούνια ! τι όμορφη που είναι ! μπαμπά σ ευχαριστώ !
Εκείνο το απόγευμα ήταν ένα από  τα πιο ευτυχισμένα της παιδικής της ηλικίας ,αλλά και αργότερα γιατί γέμισε τις μέρες της με χαρούμενες στιγμές ανέμελου παιχνιδιού και ώρες ξέγνοιαστες και ευτυχισμένες με ένα παιχνίδι φτιαγμένο απ τα ευλογημένα χέρια του πατέρα της. 
Ανέβαινε στην κούνια και  έτσι όπως πήγαινε πολύ ψηλά άγγιζε τα σύννεφα και γη και ουρανός γινόταν το ένα κι αυτή σκαρφάλωνε στις ράχες των πουλιών  και πετούσε μαζί τους και έκανε ταξίδια  σε μια χώρα που ποτέ δεν μπόρεσε κανείς να δει , ούτε  να φτάσει μα ούτε και να περιγράψει και ήταν τόσο έντονη η χαρά και η συγκίνηση που τώρα ακόμα αναπολώντας εκείνες τις  μέρες τις μακρινές θυμάται με σιγουριά πως πράγματι βρέθηκε και έζησε κάποτε εκεί .