Μια φορά και ένα καιρό ήταν ένα μικρο και όμορφο κάτασπρο καραβάκι ,τόσο όμορφο που το θαύμαζαν τα κύματα ,το θαύμαζαν οι γλάροι ,το θαύμαζαν ακόμα και τα ψαράκια που ζούσαν στη θάλασσα των καραβιών.Το μικρό μας καραβάκι συχνά ονειρευόταν μέρη μακρινά από ιστορίες που είχε ακούσει να διηγούνται φλύαροι και επηρμένοι ναυτικοί όταν ήταν ακόμα δεμένο στο λιμάνι και περίμενε με λαχτάρα να έρθει κάποτε και ο καιρός του να σαλπάρει. Ονειρευόταν λοιπόν πως θα έβγαινε αγέρωχα στα ανοιχτά και πως θα χάραζε τη ρότα του σύμφωνα με τις μετρήσεις από τα όργανα πλοήγησης που διέθετε ,έχοντας ορθάνοιχτα και απλωμένα τα κάτασπρα πανιά του. Ήταν δε τόσο χαρούμενο που ήταν τόσο πολύ καλά εξοπλισμένο και θα μπορούσε να ταξιδεύει με όλους τους καιρούς .
Στο ίδιο λιμάνι ήταν δεμένο κι ένα καραβάκι βαμμένο μολυβί στο χρώμα της νύχτας που ήταν πολύ ζωηρό και όλο φώναζε και μιλούσε δυνατά για να προκαλέσει το ενδιαφέρον λέγοντας πως είχε την ικανότητα να φτάσει στα πιο μακρινά μέρη χωρίς πανιά ,πυξίδα ,τιμόνι και χωρίς καν να διαβάζει τα αστέρια του ουρανού. Θεωρούσε δε πως ήταν άξιο να πλεύσει με μόνο εξοπλισμό την φαντασία του καθώς και την μεγάλη όρεξη που είχε για να κάνει τα μεγαλύτερα και πιο ριψοκίνδυνα ταξίδια .Έτσι μια μέρα που η θάλασσα ήταν αγριεμένη ,έσπασε το σάπιο κάβο του απ την αλμύρα της θαλασσας και βγήκε στα ανοιχτά .
Στην αρχή το ταξίδι το συνεπήρε ,η αύρα της θάλασσας το έκανε ακόμα πιο ζωηρό και έτσι άρχισε να τραγουδά χαρωπά σκίζοντας περήφανα τα κύματα που όμως δυστυχώς ώρα με την ώρα δυνάμωναν χωρίς όμως εκείνο να φαίνεται ανησυχεί σοβαρά. Δεν ήξερε που πήγαινε , ήταν ένα επιπόλαιο καραβάκι που έβγαινε με όλους τους καιρούς αψηφώντας τους κινδύνους και χωρίς να έχει όσα εφόδια του χρειάζονταν για να πλεύσει με ασφάλεια . Ξαφνικά και κατά μεσής του πελάγου ήρθε ένα μεγάλο κύμα που έσκασε επάνω του και κόντεψε να το τουμπάρει .Εκείνο πάλι δεν ανησύχησε σοβαρά και συνέχισε το ταξίδι του σφυρίζοντας και τραγουδώντας αμέριμνο .Όμως η θάλασσα αγρίευε και άρχισε πλέον να λυσσομανά επάνω του με μεγάλη δύναμη και αγριότητα .Τα κύματα τώρα έγιναν τεράστια και κόντευαν να το καταπιούν ,έπλεε ακυβέρνητο και άρχισε φοβισμένο να φωνάζει σε βοήθεια ,αλλά ποιος θα το άκουγε με τέτοια φουρτούνα ? Να όμως που το άσπρο μας καραβάκι που ήταν στο λιμάνι δεμένο και περίμενε να κοπάσει ο καιρός για να σαλπάρει άκουσε τις απελπισμένες κραυγές του και ξεκίνησε να πάει να το βοηθήσει .Έβαλε μπρος τις δύο γερές του μηχανές σήκωσε και τα πανιά ,μάζεψε την άγκυρα του και με τη βοήθεια της πλοήγησης από τα μηχανήματα που διέθετε σύντομα βρέθηκε δίπλα στο φίλο του που κινδύνευε .
-Εεεε του φώναξε, στρίψε το τιμόνι δεξιά κόντρα στο κύμα κι εγώ θα σε πλευρίσω με προσοχή να έρθω να σε τραβήξωωω .
-Δεν έχω τιμόνι και σκοινιά ,απάντησε εκείνο έντρομο και παραλυμένο από το φόβο.
-Έχω εγώ μην ανησυχείς , έρχομαιιιι .... απάντησε το λευκό καραβάκι .
Έτσι και έγινε ,το λευκό καραβάκι πλησίασε με προσοχή ,του έριξε τα σχοινιά του και το ρυμούλκησε με ασφάλεια μέσα στο λιμανάκι .Πέρασε πολύ ώρα να συνέλθει το ζωηρό γκρίζο μας καραβάκι ,έτρεμε και τουρτούριζε,ενώ ο φίλος του ο καλός το άσπρο μας το καραβάκι είχε δέσει πλάι του και προσπαθούσε να το συνεφέρει με γλυκόλογα συμπόνοιας και ενθάρρυνσης.
Γιατί δεν φτάνει μόνο να θέλεις, πρέπει και να μπορείς κι αν δεν μπορείς προσπάθησε τουλάχιστον να γίνεις αυτός που πρέπει για να φθάσεις εκεί που θέλεις .