Απόψε θα σας πω ένα παραμύθι για την αιωνιότητα .....
Πλησιάζουν Χριστούγεννα ,ημέρες που ανήκουν στη χαρά των παιδιών .Ανεξάρτητα από τις δυσκολίες των καιρών oι ανάγκες των ανθρώπων περιμένουν να ικανοποιηθούν ,πολύ περισσότερο των μικρών παιδιών που δεν καταλαβαινουν ούτε από ανεργία ,ούτε από φτώχια και η λαχτάρα για ένα δωράκι για να δικαιωθεί και ο μύθος του Αη Βασίλη παραμένει η ίδια .Ποσα παιδακια ομως θα μεινουν χωρις δωρακια και ποσες οικογενειες θα μοιραστουν μεταξύ τους τα λιγοστα που διαθετουν στο χριστουγεννιατικο τραπεζι ? Ισως φετος να ειναι χειροτερα απο περισυ ,ισως και για του χρονου οι "σοφοι" ν αποφασισουν να αναβαλλουν και τα Χριστουγεννα .
Και σκεφτομαι τα δικα μου παιδικα χρονια αυτες τις γιορτινες μερες ,οταν ακομα υπηρχε φτωχια χειροτερη απο αυτη που βιωνουμε σημερα και παρ ολα αυτα παντα κατι δεχομασταν απ τους γονεις μας ή απο καποιον χουβαρδα συγγενη που ηθελε να μας δωσει λιγο χαρα. Ετσι κι εγω καποια Χριστουγεννα δεχθηκα ως δωρο ενα βιβλιο με παραμυθια του Αντερσεν .Για μενα ηταν ανελπιστη χαρα ,γιατι τα παλια εκεινα χρονια το παιχνιδι στη φυση και ενα βιβλιο,ηταν ο δρομος που οδηγουσε μεσω της φαντασιας και της περιεργειας στη γνωση και την συναισθηματικη ωριμανση .Το παραμυθι Της Βασιλισσας του Χιονιου το λατρεψα ,εγραψε με υπεροχα συναισθηματα μεσα μου για τη φιλια ,τη θυσια ,την αλληλεγγυη και την προσπαθεια να κρατηθει ζωντανη η ζεστασια της καρδιας ,ενω παραλληλα με γεμισε με περιεργεια για τις παγωμενες χωρες του Βορρα .Παραμυθι γεματο συμβολισμους ,διδακτικο και παρα πολυ επικαιρο για οσα βιωνει ο συγχρονος ανθρωπος παρολο που γραφτηκε παλια .
Παμε λοιπον να γνωρισουμε το παραμυθι μεσα ομως απο μια αλλη προσεγγιση ,αυτη της ερμηνείας του απο πληροφοριες που βρηκα στο itnernet :
Στο παραμύθι του η «Βασίλισσα του χιονιού», ο Άντερσεν έπλασε ένα από τα πιο όμορφα παραμύθια που γράφτηκαν ποτέ. Με το πέπλο της φαντασίας και έντονο το συναισθηματικό στοιχείο ασκεί κριτική κατά του ορθολογισμού . Σαν αντίδοτα στο δηλητήριο του ψυχρού ορθολογισμού προτείνει ο Άντερσεν την αγνότητα και την ένταση των συναισθημάτων και σαν τελικό του στόχο προβάλλει την κατάκτηση της αέναης παιδικότητας την συναισθηματική δηλαδή πληρότητα και την διαύγεια του παιδικού ψυχισμού, ως απεγνωσμένη αντίσταση στην φθορά του χρόνου, που βαραίνει τον άνθρωπο κάνοντάς τον όλο και πιο δεμένο στα υλικά αγαθά ,και όλο και πιο ευάλωτο στις παγίδες του του μοντέρνου τρόπου ζωής. Ας δούμε, όμως, με ποιον τρόπο το κάνει ο Δανός λογοτέχνης.
Η υπόθεση του παραμυθιού έχει ως εξής. Ένας κακός καλικάντζαρος έφτιαξε έναν μαγικό καθρέφτη που ό,τι καλό και όμορφο καθρεφτιζόταν επάνω του το μίκραινε τόσο ώστε μόλις και φαινόταν ενώ το κακό και το άσχημο το έδειχνε ακόμη πιο μεγάλο και αποκρουστικό. Η επιτυχία του καθρέφτη έκανε τους καλικάντζαρους να ξεθαρρέψουν και να πετάξουν κρατώντας τον στον ουρανό για να κοροϊδέψουν τους αγγέλους. Επειδή, όμως, πέταξαν πολύ ψηλά, ο καθρέφτης τους γλίστρησε και έπεσε στην γη. Το αποτέλεσμα ήταν να κομματιαστεί σε δισεκατομμύρια θρύψαλα. Από τότε τα πράγματα χειροτέρεψαν στη γη γιατί τα κομμάτια, που είχαν την δύναμη του καθρέφτη, έμπαιναν στα μάτια ανθρώπων κι αυτοί έβλεπαν τα πράγματα παραμορφωμένα. Σε άλλων ανθρώπων τα θρύψαλα μπήκαν στην καρδιά και τους την πάγωσαν. Υπήρχαν επίσης πολλά θρύψαλα που συνέχισαν να αιωρούνται.
Εκείνη την εποχή, σε μια γειτονιά με ανθισμένους κήπους, μεγάλωναν μαζί ένα αγοράκι (ο Κέυ) και ένα κοριτσάκι (η Γκέρντα), που αγαπιούνταν σαν αδέρφια. «Τα δυο παιδάκια κρατιούνταν απ' το χέρι, φιλούσαν τα τριαντάφυλλα, κοίταζαν το ολοκάθαρο φως του ήλιου του Θεού και του μιλούσαν σαν να ήταν εκεί ο μικρός Χριστούλης».Μια μέρα, εκεί που κάθονταν τα δυο παιδάκια, έφτασαν τα αιωρούμενα κομμάτια του απαίσιου καθρέφτη και δυστυχώς δυο απ' τα κομμάτια του κατέληξαν στον μικρό Κέυ. Το ένα μπήκε στο μάτι και το άλλο στάθηκε στην καρδιά του. Από τότε άρχισε να αλλάζει συμπεριφορά. Ξερίζωνε τα τριαντάφυλλα, βαριόταν τα παραμύθια και ειρωνευόταν τους ανθρώπους. Ο κόσμος άρχισε να τον επαινεί για την εξυπνάδα του κι ο ίδιος άλλαξε συνήθειες και παιχνίδια. Τελικά έφυγε από την μικρή του γειτονιά και εγκατέλειψε την Γκέρντα. Όμως, καθώς είχε πάει να παίξει στη μεγάλη πλατεία, ένα μεγάλο έλκηθρο τον πήρε και τον ταξίδεψε στην άκρη του κόσμου. Εκείνος δοκίμασε να φωνάξει ή να πει το «Πάτερ Ημών», ζητώντας βοήθεια από τον Θεό, αλλά το είχε ξεχάσει. Το μόνο που θυμόταν ήταν η προπαίδεια!
Τελικά, αυτή που τον είχε απαγάγει ήταν η «Βασίλισσα του χιονιού». Όταν η βασίλισσα του έδωσε δυο φιλιά ο Κέυ ξέχασε οριστικά την μικρή Γκέρντα και όλους τους δικούς του. «Την κοίταξε. Ήταν πανέμορφη, δεν μπορούσε να φανταστεί άλλο πρόσωπο που ν' ακτινοβολεί τόση εξυπνάδα και γοητεία. Δεν του φαινόταν πια σαν να ήταν από πάγο ...Την έβλεπε τέλεια». Έπειτα, η βασίλισσα του χιονιού τον πήρε και πέταξαν στον ουρανό.
Η μικρή Γκέρντα ξεκίνησε να βρει τον Κέυ. Διέσχισε έναν μαγικό ποταμό, έμεινε στο φιλόξενο σπίτι μιας γριάς μάγισσας, εισήλθε μαζί με δυο κοράκια στον πύργο της πριγκίπισσας ενός μαγικού βασιλείου, αιχμαλωτίστηκε από ληστές, απελευθερώθηκε για να καταλήξει στη Λαπωνία, όπου μια Φινλανδή μάγισσα την ενίσχυσε με ένα ξόρκι και της είπε τι είχε συμβεί στον Κέυ. Ο τάρανδος που μετέφερε την Γκέρντα ρώτησε την Φινλανδή αν είχε κάποιο ξόρκι για να λυτρώσει τον Κέυ, όμως εκείνη του απάντησε πως η μόνη δύναμη που μπορούσε να το πετύχει αυτό ήταν η δύναμη της καρδιάς της Γκέρντα. Η δύναμη ενός αθώου γλυκού παιδιού. Τελικά η Γκέρντα ξεκίνησε για το παλάτι της «Βασίλισσας του χιονιού» αλλά δέχτηκε επίθεση από μια ορδή νιφάδων χιονιού, που υπηρετούσαν την κυρία τους. Ζήτησε, όμως, την βοήθεια του Θεού και μια λεγεώνα αγγέλων με πανοπλίες και δόρατα ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα και πολέμησε τις νιφάδες.
Εν τω μεταξύ, στο παγωμένο παλάτι της Βασίλισσας, ο Κέυ έπιανε λεία κομμάτια πάγου και μετά τα τοποθετούσε με διάφορους τρόπους φτιάχνοντας «κάθε λογής σχήματα, παίζοντας το παγερό παιχνίδι της λογικής. Και του φαινόταν πως αυτά τα σχήματα ήταν αξιόλογα, για να μην πούμε και πολύ σπουδαία! Βλέπετε, του είχε μπει εκείνο το κομματάκι γυαλί μέσα στο μάτι! Πάλευε λοιπόν με τα σχήματα που έφτιαχναν κάθε φορά κι από μια λέξη, αλλά ποτέ δεν κατάφερνε να φτιάξει εκείνη ακριβώς την λέξη που ήθελε, την λέξη Αιωνιότητα. Κοίταζε τα κομμάτια του πάγου, σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν ...κι ήταν ακίνητος, τόσο ακίνητος που έλεγες πως είχε πεθάνει από το κρύο».Εκείνη την ώρα, η Γκέρντα μπήκε στον πύργο, αγκάλιασε σφιχτά τον Κέυ κι έκλαψε με καυτά δάκρυα. Τα δάκρυα κύλησαν στο στήθος του αγοριού και έφτασαν στην καρδιά του, έλιωσαν τον πάγο και παρέσυραν το γυαλί που ήταν καρφωμένο εκεί. Κι έκλαψε και ο Κέυ κι έφυγε το γυαλάκι από το μάτι του. Και όταν σφιχταγκαλιάστηκαν, ήταν τόσο μεγάλη η ευτυχία τους, που οι πλάκες γύρω τους σχημάτισαν την λέξη Αιωνιότητα.
Και γύρισαν πίσω στην πόλη και στην γειτονιά τους. Τότε αντιλήφθηκαν πως είχαν γίνει μεγάλοι. Κάθισαν στα παιδικά τους σκαμνάκια και ξέχασαν όσα πέρασαν στον άδειο πύργο της Βασίλισσας του χιονιού σα να ήταν όνειρο. «Κάθονταν εκεί, κι οι δυο μαζί, μεγάλοι και παιδιά συνάμα, παιδιά στην καρδιά. Κι ήταν καλοκαίρι, ζεστό κι ευλογημένο καλοκαίρι».