Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2016

ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ ( Κ.Δημουλά

gustav-klimt-the-kiss-detail_b.jpg
 ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ ΚΛΙΜΤ (1862-1918 )  -  ΤΟ ΦΙΛΙ (λεπτομέρεια)

Κάθε φιλί που δίνεται, μα κάθε ανεξαιρέτως
ένα τοις εκατό αποτελείται
από αιωνιότητα
κι όλο το άλλο από τον κίνδυνο
να 'ναι το τελευταίο.
Αλλά και τελευταίο
ακόμα πιο φιλί θα λέγεται
όσο καιρό τουλάχιστον
θα το τραβολογάνε
η μνήμη από τη μια μεριά
η λήθη από την άλλη
η καθεμιά δικό της θεωρώντας το
ώσπου ο δίκαιος Σολομών
για να φανεί ποιανής δικό της είναι
στη μέση θ' απειλήσει να το κόψει
μισό να πάρει η μια μισό η άλλη
κι όποια απ' τις δυο κάθε φορά
-ποτέ δεν είναι η ίδια-
ουρλιάξει μη.
Κάθε φιλί
αποτελείται εξολοκλήρου από τον κίνδυνο
να 'ναι το τελευταίο.
Διαρκές είναι μόνο
εκείνο το φιλί που ουδέποτε εδόθη.
Σοφές, ειρηνικά το νέμονται
η αναμονή και η παραίτηση
άνθη αντίπαλα οι δυο τους
σε κοινό συμβιβασμένο ανθοδοχείο
κενοτάφιο στολίζουν.
(Κ.Δημουλά από τη συλλογή της «Μεταφερθήκαμε Παραπλεύρως»)

ΜΑΡΑΜΠΟΥ



Κάθε φορά όταν ο καιρός αλλάζει   η θάλασσα αγριεύει  και γίνεται φίλη μου
τότε θυμάμαι τον Καββαδία  που στις μοναχικές μου βόλτες στο νησί 
τον συναντούσα στην πετρωμένη του μορφή  κάτω στο μουράγιο
ακούγοντας τα κύματα της θάλασσας να μουρμουρίζουν τους στίχους του 
στίχοι - ψυχογράφημα που με συγκλόνισαν όταν τους πρωτοδιάβασα :

Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί
πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
πως τις γυναίκες μ' ένα τρόπον ύπουλο μισώ
κι ότι μ' αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.

Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό,
πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο,
κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές,
σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγματισμένο.

Ακόμα, λένε πράματα φριχτά πάρα πολύ,
που είν' όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα,
κι αυτό που εστοίχισε σε με πληγές θανατερές
κανείς δεν το 'μαθε, γιατί δεν το 'πα σε κανένα.

Μ' απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά,
και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη,
κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω στο χαρτί,
εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.

Ήμουνα τότε δόκιμος σ' ένα λαμπρό ποστάλ
και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία.
Τότε τη γνώρισα - σαν άνθος έμοιαζε αλπικό -
και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία.

Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική,
κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου όπου 'χε αυτοκτονήσει,
ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές,
μήπως εκεί γινότανε να τηνε λησμονήσει.

Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ,
και την Αγία της Άβιλας παράφορα αγαπούσε,
συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκοιτούσε.

Κι εγώ, που μόνον εταιρών εγνώριζα κορμιά,
κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ' τα πελάη,
μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά
και, σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει.

Ένα μικρό της πέρασα σταυρό απ' το λαιμό
κι εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι
κι ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης,
όταν εφθάσαμε σ' αυτήν που θα 'φευγε, την πόλη.

Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά,
ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου,
και μια φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με
όαση, που ένας συναντά μες στην καρδιά της Άμμου.

Νομίζω πως θε να 'πρεπε να σταματήσω εδώ.
Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αέρας με φλογίζει.
Κάτι άνθη εξαίσια του ποταμού βρωμούν,
κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει.

Θα προχωρήσω!...ΜΙα βραδιά σε πόρτο ξενικό
είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκυ, τζιν και μπύρα,
και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,
το δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα.

Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
κάποια μ' άρπαξ' απότομα, γελώντας, το καπέλο
(παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω.

Μια κάμαρα στενή, μικρή, σαν όλες βρωμερή,
οι ασβέστες απ' τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια,
κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά,
με σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.

Της είπα κι έσβησε το φως. Επέσαμε μαζί.
Τα δάχτυλά μου καθρά μέτρααν τα κόκαλά της.
Βρωμούσε αψέντι. Εξύπνησα, ως λένε οι ποιητές,
"μόλις εσκόρπιζεν η αυγή τα ροδοπέταλά της".

Όταν την είδα και στο φως τ' αχνό το πρωινό,
μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο,
που μ' ένα δέος αλλόκοτο, σα να 'χα φοβηθεί,
το πορτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.

Δώδεκα φράγκα γαλλικά...Μα έβγαλε μια φωνή,
κι είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο,
και μια το πορτοφόλι μου...Μ' απόμεινα κι εγώ
ένα σταυρόν απάνω της σαν είδα κρεμασμένο.

Ξεχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελό,
σαν τον τρελό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει,
φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή,
που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει.

Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί
πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει,
πως είμαι παλιοτόμαρο και πως τραβάω κοκό.
Μ' αν ήξεραν οι δύστυχοι, θα μ' είχαν συγχωρέσει...

Το χέρι τρέμει...Ο πυρετός...Ξεχάστηκα πολύ,
ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω.
Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά,
νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω ...

(Νίκος Καββαδίας)

Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2016

ΑN MΠΟΡΟΥΣΑ ΝΑ ΖΗΣΩ ΑΠ ΤΗΝ ΑΡΧΗ




Αν μπορούσα να ζήσω τη ζωή μου από την αρχή,
θα χαλάρωνα περισσότερο.
Θα ήμουν πιο απερίσκεπτη
απ’ ό,τι σ’ αυτήν τη ζωή.
Θα ανέβαινα σε περισσότερα βουνά,
θα κολυμπούσα σε περισσότερα ποτάμια και
θα έβλεπα περισσότερα ηλιοβασιλέματα.
Θα είχα περισσότερα πραγματικά προβλήματα
και λιγότερα πλασματικά.
Βέβαια, έχω ζήσει κι εγώ τις στιγμές μου,
και αν έπρεπε να ξαναζήσω, θα φρόντιζα να είναι περισσότερες.
Μάλιστα θα προσπαθούσα να ζω μόνο σπουδαίες στιγμές,
τη μια μετά την άλλη. Και θα μάζευα περισσότερες μαργαρίτες.
– Ναντίν Στερ, 89 ετών –
Απόσπασμα από το βιβλίο του Robin Sharma «Η Σοφία του Γονέα», Εκδόσεις Διόπτρα
         πηγή : http://enallaktikidrasi.com

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2016

ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΑΡΠΑΝΕ ΤΟ ΦΑΙ ΑΠ ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ....

exo_659_355.jpg 
"Αυτοί που αρπάνε το φαί απ' το τραπέζι, κηρύχνουν την λιτότητα"


Αυτοί που βρίσκονται ψηλά
Θεωρούνε ταπεινό
Να μιλάς για το φαΐ
Ο λόγος; Έχουνε κι όλας φάει

Οι ταπεινοί αφήνουνε τον κόσμο
Χωρίς να 'χουνε δοκιμάσει κρέας της προκοπής

Πώς ν' αναρωτηθούν πού 'θε έρχονται
Και πού πηγαίνουν
Είναι τα όμορφα δειλινά τόσο αποκαμωμένοι
Το βουνό και την πλατειά τη θάλασσα
Δεν τά'χουν ακόμα δει
Όταν σημαίνει η ώρα τους

Αν δεν νοιαστούν οι ταπεινοί
Γι'αυτό που είναι ταπεινό
Ποτέ δεν θα υψωθούν

Το ημερολόγιο
Δεν δείχνει ακόμα την ημέρα
Όλοι οι μήνες, όλες οι ημέρες
Είναι ανοιχτές
Κάποια απ' αυτές θα σφραγιστεί
Μ' έναν σταυρό

Οι εργάτες φωνάζουν για ψωμί
Οι έμποροι φωνάζουν γι'αγορές
Οι άνεργοι πεινούσαν
Τώρα πεινάνε κι όσοι εργάζονται

Αυτοί που αρπάνε το φαΐ απ' το τραπέζι
Κηρύχνουν τη λιτότητα
Αυτοί που παίρνουν όλα τα δοσήματα
Ζητάνε θυσίες
Οι χορτάτοι μιλάνε στους πεινασμένους
Για τις μεγάλες εποχές που θα'ρθουν
Αυτοί που τη χώρα σέρνουνε στην άβυσσο
Λες πως η τέχνη να κυβερνάς το λαό
Είναι πολύ δύσκολη για τους ανθρώπους του λαού

Αυτοί που βρίσκονται ψηλά λένε
Πόλεμος και ειρήνη
Είναι δυο πράγματα ολότελα διαφορετικά
Όμως η ειρήνη τους και ο πόλεμός τους
Μοιάζουν όπως ο άνεμος κι η θύελλα
Ο πόλεμος γεννιέται απ' την ειρήνη τους
καθώς ο γιος από την μάνα
έχει τα δικά της απαίσια χαρακτηριστικά
ο πόλεμός τους σκοτώνει
ό,τι άφησε όρθιο η ειρήνη τους

Όταν αυτοί που είναι ψηλά
Μιλάνε για ειρήνη
Ο απλός λαός ξέρει
Πως έρχεται ο πόλεμος
Όταν αυτοί που είναι ψηλά
Καταριούνται τον πόλεμο
Διαταγές για επιστράτευση
Έχουν υπογραφεί

Στον τοίχο με κιμωλία γραμμένο
Θέλουνε πόλεμο
Αυτός που το΄χε γράψει
Έπεσε κι όλας

Αυτοί που βρίσκονται ψηλά λένε
Να ο δρόμος για τη δόξα
Αυτοί που είναι χαμηλά λένε
Να ο δρόμος για το μνήμα

Τούτος ο πόλεμος που έρχεται
Δεν είναι ο πρώτος
Πριν απ' αυτόν γίνανε κι άλλοι πόλεμοι
Όταν ετέλειωσε ο τελευταίος
Υπήρχαν νικητές και νικημένοι
Στους νικημένους ο φτωχός λαός
Πέθαινε απ' την πείνα
Στους νικητές ο φτωχός λαός
Πέθαινε το ίδιο

Σαν θα'ρθει η ώρα της πορείας
Πολλοί δεν ξέρουν
Πως επικεφαλής βαδίζει ο εχθρός τους
Η φωνή που διαταγές τους δίνει
Είναι του εχθρού τους η φωνή
Εκείνος που για τον εχθρό μιλάει
Είναι ο ίδιος τους ο εχθρός

Νύχτα
Τ'ανδρόγυνα ξαπλώνουν στο κρεβάτι τους
Οι νέες γυναίκες θα γεννήσουν ορφανά

Στρατηγέ το τανκς σου
Είναι δυνατό μηχάνημα
Θερίζει δάση ολόκληρα
Κι εκατοντάδες άνδρες αφανίζει
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα
-χρειάζεται οδηγό

Στρατηγέ το βομβαρδιστικό
Είναι πολυδύναμο
Πετάει πιο γρήγορα απ' τον άνεμο
Κι απ' τον ελέφαντα σηκώνει βάρος πιο πολύ
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα
-χρειάζεται πιλότο

Στρατηγέ ο άνθρωπος είναι χρήσιμος πολύ
Ξέρει να πετάει
Ξέρει και να σκοτώνει
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα
-ξέρει να σκέφτεται


Μπέρτολντ Μπρεχτ- "Γερμανικό Εγχειρίδιο Πολέμου"
(Ποιήματα του Σβέντμποργκ, 1939)

Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016

ΛΕΥΚΑ ΤΑΞΙΔΙΑ

thehomeissue_xorismos-1024x585 (1).jpg
Πρωινό Δευτέρας και έξω χιονίζει ,το λευκό πέπλο που απλώθηκε από βραδύς  και η παγωνιά κάνει τη μετακίνηση μου αδύνατη .Κάθομαι στον υπολογιστή να δω τα νέα .Ένα ατύχημα στον περιφερειακό ,καραμπόλα  με κατεύθυνση Δυτικά τον κρατά κλειστό από ώρα και η δυσκολία της πρόσβασης επικυρώνεται ,θα μείνω στο σπίτι .Κοιτάζω απ το παράθυρο τις ασπρισμένες στέγες των σπιτιών ,χιονίζει ακόμα ,ο καιρός γκρίζος και αργεί να ξημερώσει.

Πέφτω σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία  ,μου φαίνεται γνώριμη, οικεία και την κοιτάζω επίμονα .Μου θυμίζει πολλά ,άναρχα το μυαλό ταξιδεύει από εδώ κι από εκεί .Τσαλαβουτάει ψάχνοντας  στις μνήμες και σκαλίζοντας ανασύρει εικόνες πότε ευχάριστες και πότε δυσάρεστες .Θέλω να  φύγω και νοιώθω εγκλωβισμένη σε ενα λευκό κελί ,εσωστρέφεια και παγωνιά με τυλίγουν .Σήμερα τα χρώματα είναι άσπρο της αδιαφορίας και της απάθειας ,γκρίζο της θλίψης και της μελαγχολίας.  Λένε πως τα μεγάλα ταξίδια τα κάνεις με το νου και με τη σκέψη πηγαίνεις όπου θελήσεις .Πιάνω την ενδοσκόπηση με αρωγό τον Καζαντζάκη ,και ξεκινώ το ταξίδι μου δραπετέυοντας .

 "Δεν κάνουμε  άλλο  ταξίδι  παρά  γύρω  από  την  ψυχή  μας  ή το πολύ - πολύ  μέσα  στη  ψυχή μας.  Δεν  βρίσκουμε  στην  άλλη   άκρη του κόσμου, στις πιο παράξενες ξωτικές χώρες παρά την ίδια μας την εικόνα" 

 "Τέλεψα,  όλες μου τις θητείες, είμαι ένας λεύτερος άνθρωπος, δεν έχω καμιά ψευδαίσθηση, δεν  ελπίζω  τίποτα,  απέχω  από  τον αγώνα όχι από ραθυμία ή δειλία, παρά γιατί ξέρω" 

"Τι ξέρεις;" 

"Το τέλος όλων των πραγμάτων....... Ναι ήξερα όλα αυτά τα συνθήματα, τ' αυτιά μου τα ' χανε χορτάσει, μα είδα πίσω από τα λόγια αυτή την αγυρτεία και το κενό".

"Δεν είμαι καλός , δεν είμαι αγνός, δεν είμαι ήσυχος. Αβάσταχτη είναι η ευτυχία και η δυστυχία μου, είμαι γιομάτος άναρθρες φωνές και σκοτάδι. Δεν είμαι φως, είμαι η νύχτα, μα μια φλόγα λογχίζει ανάμεσα στα σωθικά μου και με τρώει, είμαι η νύχτα που την τρώει το φως. Αγάπα τον κίνδυνο, τι είναι πιο δύσκολο; αυτό θέλω. Να 'σαι ανήσυχος αφχαρίστητος απροσάρμοστος πάντα. Όταν μια συνήθεια καταντάει βολική να τη συντρίβεις".
(Καζαντζάκης ,αποσπάσματα)