Κυριακή 4 Μαρτίου 2018

ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ ΟΚΤΩΒΡΗ

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΟΚΤΩΒΡΗ ΠΟΥ ΦΕΥΓΕΙ 
                                         

                                                                      Αφήνομαι στη θλίψη μου
                                                        πνίγομαι στο λυγμό μου
                                                         ψάχνω να βρω τη λύση μου
                                                          στον κόσμο τον δικό μου.

                                                                            
1840442yub07fcrn2.gif        






                                                                                                                                                            

Η ΣΟΝΑΤΑ ΤΟΥ ΣΕΛΗΝΟΦΩΤΟΣ

148604-ritsos.jpg 
Γιάννης Ρίτσος

Άφησε με να 'ρθω μαζί σου. 
Τι φεγγάρι απόψε ! Είναι καλό το φεγγάρι, - δε θα φαίνεται που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις.Άφησε με να 'ρθω μαζί σου.Όταν έχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι,αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες,ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου λησμονημένα λόγια - δε θέλω να τ' ακούσω. Σώπα.
Άφησε με να 'ρθω μαζί σου 
λίγο πιο κάτου, ως τη μάντρα του τουβλάδικου,ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο,τόσο αδιάφορη κι αϋλη,τόσο θετική σαν μεταφυσική που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κ' η φθορά του.
Άφησε με να 'ρθω μαζί σου.
Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα,κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας μπορεί να φαντάζουμε κιόλας πως θα πετάξουμε,γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη, ακούω το θόρυβο του φουστανιού μου,σαν το θόρυβο δυο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν,κι όταν κλείνεσαι μέσα σ' αυτόν τον ήχο του πετάγματος νιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου,κι έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα,μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους,δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις ούτε έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά μου,(δεν είναι τούτο η λύπη μου - η λύπη μου είναι που δεν ασπρίζει κ' η καρδιά μου).
Άφησε με να 'ρθω μαζί σου.
Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Άφησε με να 'ρθω μαζί σου.
Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει -θέλω να πω έχει παλιώσει πολύ, τα καρφιά ξεκολλάνε,τα κάδρα ρίχνονται σε να βουτάνε στο κενό,οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα όπως πέφτει το καπέλο του πεθαμένου απ' την κρεμάστρα στο σκοτεινό διάδρομο όπως πέφτει το μάλλινο τριμμένο γάντι της σιωπής απ' τα γόνατά της ή όπως πέφτει μια λουρίδα φεγγάρι στην παλιά, ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.Κάποτε υπήρξε νέα κι αυτή, - όχι η φωτογραφία που κοιτάς με τόση δυσπιστία -λέω για την πολυθρόνα, τόσο αναπαυτική,μπορούσες ώρες ολόκληρες να κάθεσαι και με κλεισμένα μάτια να ονειρεύεσαι ό,τι τύχει- μιαν αμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη από φεγγάρι,πιο στιλβωμένη απ' τα παλιά λουστρίνια μου που κάθε μήνα τα δίνω στο στιλβωτήριο της γωνιάς,ή ένα πανί ψαρόβαρκας που χάνεται στο βάθος λικνισμένο απ' την ίδια του ανάσα,τριγωνικό πανί σα μαντίλι διπλωμένο λοξά μόνο στα δυο σα να μην είχε τίποτα να κλείσει ή να κρατήσει ή ν' ανεμίσει διάπλατο σε αποχαιρετισμό. Πάντα μου είχα μανία με τα μαντίλια,όχι για να κρατήσω τίποτα δεμένο,τίποτα σπόρους λουλουδιών ή χαμομήλι μαζεμένο στους αγρούς με το λιόγερμα ή να το δέσω τέσσερις κόμπους σαν το σκουφί που φοράνε οι εργάτες στο αντικρινό γιαπί ή να σκουπίσω τα μάτια μου, - διατήρησα καλή την όρασή μου ποτέ μου δεν φόρεσα γυαλιά. Μια απλή ιδιοτροπία τα μαντίλια.Τώρα τα διπλώνω στα τέσσερα, στα οχτώ, στα δεκάξι ν' απασχολώ τα δάχτυλα μου. και τώρα θυμήθηκα πως έτσι μετρούσα τη μουσική σαν πήγαινα στο Ωδείο με μπλε ποδιά κι άσπρο γιακά, με δυο ξανθές πλεξούδες- 8, 16, 32, 64 -κρατημένη απ' το χέρι μιας μικρής φίλης μου ροδακινιάς όλο φως και ροζ λουλούδια,(συγχώρεσέ μου αυτά τα λόγια - κακή συνήθεια) - 32, 64 -κ' οι δικοί μου στήριζαν μεγάλες ελπίδες στο μουσικό μου τάλαντο.Λοιπόν, σου 'λεγα για την πολυθρόνα -ξεκοιλιασμένη - φαίνονται οι σκουριασμένες σούστες, τα άχερα -έλεγα να την πάω δίπλα στο επιπλοποιείο,μα που καιρός και λεφτά και διάθεση - τι να πρωτοδιορθώσεις; -έλεγα να ρίξω ένα σεντόνι πάνω της, - φοβήθηκα τα' άσπρο σεντόνι σε τέτοιο φεγγαρόφωτο. εδώ κάθισαν άνθρωποι που ονειρεύθηκαν μεγάλα όνειρα,όπως κι εσύ κι όπως κι εγώ άλλωστε,και τώρα ξεκουράζονται κάτω απ' το χώμα δίχως να ενοχλούνται απ' τη βροχή ή το φεγγάρι.
Άφησε με να 'ρθω μαζί σου.
Θα σταθούμε λιγάκι στην κορφή της μαρμάρινης σκάλας τ' Αι Νικόλα,ύστερα εσύ θα κατηφορίσεις κι εγώ θα γυρίσω πίσω έχοντας στ' αριστερό πλευρό μου τη ζέστα απ' το τυχαίο άγγιγμα του σακακιού σου κι ακόμη μερικά τετράγωνα φώτα από μικρά συνοικιακά παράθυρα κι αυτή την πάλλευκη άχνα απ' το φεγγάρι που 'ναι σα μια μεγάλη συνοδεία ασημένιων κύκνων -και δε φοβάμαι αυτή την έκφραση, γιατί εγώ πολλές ανοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα άλλοτε με το Θεό που μου εμφανίστηκε ντυμένος την αχλύ και τη δόξα ενός τέτοιου σεληνόφωτος,πυρπολημένη απ' τα' αδηφάγα μάτια των αντρών κι απ' τη δισταχτικήν έκσταση των εφήβων,πολιορκημένη από εξαίσια, ηλιοκαμένα σώματα,άλκιμα μέλη γυμνασμένα στο κολύμπι, στο κουπί, στο στίβο,στο ποδόσφαιρο (που έκανα πως δεν τα 'βλεπα)μέτωπα, χείλη και λαιμοί, γόνατα, δάχτυλα και μάτια,στέρνα και μπράτσα και μηροί (κι αλήθεια δεν τα 'βλεπα)- ξέρεις, καμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνάς ό,τι θαυμάζεις,σου φθάνει ο θαυμασμός σου, -θέ μου, τι μάτια πάναστρα, κι ανυψωνόμουν σε μιαν αποθέωση αρνημένων άστρων γιατί, έτσι πολιορκημένη απ' έξω κι από μέσα,άλλος δε μου 'μενε παρά μονάχα προς τα πάνω ή προς τα κάτω. -Όχι, δε φτάνει.
Άφησε με να 'ρθω μαζί σου.
Το ξέρω η ώρα είναι πια περασμένη. Άφησέ με,γιατί τόσα χρόνια, μέρες και νύχτες και πορφυρά μεσημέρια, έμεινα μόνη ανένδοτη, μόνη και πάναγνη,ακόμη στη συζυγική μου κλίνη πάναγνη και μόνη,γράφοντας ένδοξους στίχους στα γόνατα του Θεού,στίχους που, σε διαβεβαιώ, θα μείνουνε σα λαξευμένοι σε άμεμπτο μάρμαρο πέρα απ' τη ζωή μου και τη ζωή σου, πέρα πολύ. δε φτάνει.
Άφησε με να 'ρθω μαζί σου.
Τούτο το σπίτι δε με σηκώνει πια.Δεν αντέχω να το σηκώνω στη ράχη μου.Πρέπει πάντα να προσέχεις,να στεριώνεις τον τοίχο με το μεγάλο μπουφέ να στεριώνεις τον μπουφέ με το πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι να στεριώνεις το τραπέζι με τις καρέκλες να στεριώνεις τις καρέκλες με τα χέρια σου να βάζεις τον ώμο σου κάτω απ' το δοκάρι που κρέμασε.Και το πιάνο, σα μαύρο φέρετρο κλεισμένο. Δεν τολμάς να τ' ανοίξεις.Όλο να προσέχεις, να προσέχεις, μην πέσουν, μην πέσεις. Δεν αντέχω.
Άφησε με να 'ρθω μαζί σου.
Τούτο το σπίτι, παρ' όλους τους νεκρούς του, δεν εννοεί να πεθάνει.Επιμένει να ζει με τους νεκρούς του να απ' τους νεκρούς του να ζει απ' τη βεβαιότητα του θανάτου του και να νοικοκυρεύει ακόμη τους νεκρούς του σ' ετοιμόρροπα κρεβάτια και ράφια.
Άφησε με να 'ρθω μαζί σου.
Εδώ, όσο σιγά κι αν περπατήσω μες την άχνα της βραδιάς,είτε με τις παντούφλες, είτε ξυπόλητη,κάτι θα τρίξει, - ένα τζάμι ραγίζει ή κάποιος καθρέφτης,κάποια βήματα ακούγονται, - δεν είναι δικά μου.Έξω, στο δρόμο μπορεί να μην ακούγονται τούτα τα βήματα, -ή μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα, -κι αν κάνεις αν κοιτάξεις σ' αυτόν ή στον άλλον καθρέφτη, πίσω απ' τη σκόνη και τις ραγισματιές,διακρίνεις πιο θαμπό και πιο τεμαχισμένο το πρόσωπό σου,το πρόσωπο σου που άλλο δε ζήτησες στη ζωή παρά να το κρατήσεις καθάριο κι αδιαίρετο.Τα χείλη του ποτηριού γυαλίζουν στο φεγγαρόφωτο σαν κυκλικό ξυράφι - πώς να το φέρω στα χείλη μου;όσο κι αν διψώ, - πώς να το φέρω; - Βλέπεις;έχω ακόμη διάθεση για παρομοιώσεις, - αυτό μου απόμεινε,αυτό με διαβεβαιώνει ακόμη πως δε λείπω.
Άφησε με να 'ρθω μαζί σου.
Φορές-φορές, την ώρα πού βραδιάζει, έχω την αίσθηση πως έξω άπ' τα παράθυρα περνάει ο αρκουδιάρης με την γριά βαριά του αρκούδα με το μαλλί της όλο αγκάθια και τριβόλια σηκώνοντας σκόνη στο συνοικιακό δρόμο ένα ερημικό σύννεφο σκόνη που θυμιάζει το σούρουπο και τα παιδιά έχουν γυρίσει σπίτια τους για το δείπνο και δεν τ' αφήνουν πια να βγουν έξω μ' όλο πού πίσω απ' τούς τοίχους μαντεύουν το περπάτημα της γριάς αρκούδας -κ' η αρκούδα κουρασμένη πορεύεται μες στη σοφία της μοναξιάς της,μην ξέροντας για που και γιατί -έχει βαρύνει, δεν μπορεί πια να χορεύει στα πισινά της πόδια δεν μπορεί να φοράει τη δαντελένια σκουφίτσα της να διασκεδάζει τα παιδιά, τούς αργόσχολους τους απαιτητικούς και το μόνο που θέλει είναι να πλαγιάσει στο χώμα αφήνοντας να την πατάνε στην κοιλιά, παίζοντας έτσι το τελευταίο παιχνίδι της, δείχνοντας την τρομερή της δύναμη για παραίτηση,την ανυπακοή της στα συμφέροντα των άλλων,στους κρίκους των χειλιών της, στην ανάγκη των δοντιών της,την ανυπακοή της στον πόνο και στη ζωή με τη σίγουρη συμμαχία του θανάτου - έστω κ' ενός αργού θανάτου-την τελική της ανυπακοή στο θάνατο με τη συνέχεια και τη γνώση της ζωής που ανηφοράει με γνώση και με πράξη πάνω απ' τη σκλαβιά της.Μα ποιος μπορεί να παίξει ως το τέλος αυτό το παιχνίδι;Κ' η αρκούδα σηκώνεται πάλι και πορεύεται υπακούοντας στο λουρί της, στους κρίκους της, στα δόντια της,χαμογελώντας με τα σκισμένα χείλια της στις πενταροδεκάρες που τις ρίχνουνε τα ωραία και ανυποψίαστα παιδιά (ωραία ακριβώς γιατί είναι ανυποψίαστα)και λέγοντας ευχαριστώ. Γιατί οι αρκούδες που γεράσανε το μόνο που έμαθαν να λένε είναι: ευχαριστώ , ευχαριστώ.
Άφησε με να 'ρθω μαζί σου.
Τούτο το σπίτι με πνίγει. Μάλιστα η κουζίνα είναι σαν το βυθό της θάλασσας. Τα μπρίκια κρεμασμένα γυαλίζουν σα στρόγγυλα, μεγάλα μάτια απίθανων ψαριών,τα πιάτα σαλεύουν αργά σαν τις μέδουσες,φύκια και όστρακα πιάνονται στα μαλλιά μου- δεν μπορώ να τα ξεκολλήσω ύστερα, δεν μπορώ ν' ανέβω πάλι στην επιφάνεια -ο δίσκος μου πέφτει απ' τα χέρια άηχος, - σωριάζομαι και βλέπω τις φυσαλίδες απ' την ανάσα μου ν' ανεβαίνουν, ν' ανεβαίνουν και προσπαθώ να διασκεδάσω κοιτάζοντας τες κι αναρωτιέμαι τι θα λέει αν κάποιος βρίσκεται από πάνω και βλέπει αυτές τις φυσαλίδες,τάχα πως πνίγεται κάποιος ή πως ένας δύτης ανιχνεύει τους βυθούς;Κι αλήθεια δεν είναι λίγες οι φορές που ανακαλύπτω εκεί,στο βάθος του πνιγμού,κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων,απρόοπτες συναντήσεις, και χτεσινά και σημερινά και μελλούμενα,μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας,κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο αθανασίας, όπως λένε,μιαν ευτυχία, μια μέθη, κι ενθουσιασμόν ακόμη,κοράλλια και μαργαριτάρια και ζαφείρια μονάχα που δεν ξέρω να τα δώσω - όχι, τα δίνω μονάχα που δεν ξέρω αν μπορούν να τα πάρουν - πάντως εγώ τα δίνω.
Άφησε με να 'ρθω μαζί σου.
Μια στιγμή, να πάρω τη ζακέτα μου.Τούτο τον άστατο καιρό, όσο να 'ναι, πρέπει να φυλαγόμαστε.Έχει υγρασία τα βράδια, και το φεγγάρι δε σου φαίνεται, αλήθεια, πως επιτείνει την ψύχρα;Άσε να σου κουμπώσω το πουκάμισο - τι δυνατό το στήθος σου,τι δυνατό φεγγάρι, - η πολυθρόνα, λέω- κι όταν σηκώνω το φλιτζάνι απ' το τραπέζι μένει από κάτω μια τρύπα σιωπή, βάζω αμέσως την παλάμη μου επάνω να μην κοιτάξω μέσα, - αφήνω πάλι το φλιτζάνι στη θέση του και το φεγγάρι μια τρύπα στο κρανίο του κόσμου - μην κοιτάξεις μέσα,είναι μια δύναμη μαγνητική που σε τραβάει - μην κοιτάξεις, μην κοιτάχτε,ακούστε που σας μιλάω - θα πέσετε μέσα. Τούτος ο ίλιγγος ωραίος, ανάλαφρος - θα πέσεις, -ένα μαρμάρινο πηγάδι το φεγγάρι,ίσκιοι σαλεύουν και βουβά φτερά, μυστηριακές φωνές - δεν τις ακούτε;Βαθύ βαθύ το πέσιμο,βαθύ βαθύ το ανέβασμα,το αέρινο άγαλμα κρουστό μες στ' ανοιχτά φτερά του,βαθιά βαθιά η αμείλικτη ευεργεσία της σιωπής, -τρέμουσες φωταψίες της άλλης όχθης,όπως ταλαντεύεσαι μες στο ίδιο σου το κύμα,ανάσα ωκεανού. Ωραίος ανάλαφρος ο ίλιγγος τούτος, - πρόσεξε, θα πέσεις. Μην κοιτάς εμένα,εμένα η θέση μου είναι το ταλάντευμα - ο εξαίσιος ίλιγγος.Έτσι κάθε απόβραδο έχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες.Συχνά πετάγομαι στο φαρμακείο απέναντι για καμιάν ασπιρίνη άλλοτε πάλι βαριέμαι και μένω με τον πονοκέφαλό μου ν' ακούω μες στους τοίχους τον κούφιο θόρυβο πού κάνουν οι σωλήνες του νερού,ή ψήνω έναν καφέ, και, πάντα αφηρημένη,ξεχνιέμαι κ' ετοιμάζω  δυο - ποιος να τον πιει τον άλλον; -αστείο αλήθεια, τον αφήνω στο περβάζι να κρυώνει ή κάποτε πίνω και τον δεύτερο, κοιτάζοντας απ' το παράθυρο τον πράσινο γλόμπο του φαρμακείου σαν το πράσινο φως ενός αθόρυβου τραίνου που έρχεται να με πάρει με τα μαντίλια μου, τα σταβοπατημένα μου παπούτσια,τη μαύρη τσάντα μου, τα ποιήματά μου,χωρίς καθόλου βαλίτσες - τι να τις κάνεις; -
Άφησε με να 'ρθω μαζί σου.
«Α, φεύγεις; Καληνύχτα.» Όχι, δε θα 'ρθω. Καληνύχτα.Εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί επιτέλους, πρέπει να βγω απ' αυτό το τσακισμένο σπίτι.Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία, - όχι, όχι το φεγγάρι -την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της, την πολιτεία του μεροκάματου,την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της την πολιτεία που όλους μας αντέχει στην ράχη της με τις μικρότητές μας, τις κακίες, τις έχτρες μας,με τις φιλοδοξίες, την άγνοια μας και τα γερατειά μας,-ν' ακούσω τα μεγάλα βήματα της πολιτείας,να μην ακούω πια τα βήματά σου μήτε τα βήματα του Θεού, μήτε και τα δικά μου βήματα.
Καληνύχτα.

(Το δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πως κάποιο σύννεφο θα 'κρυβε το φεγγάρι. Μονομιάς, σαν κάποιο χέρι να δυνάμωσε το ραδιόφωνο του γειτονικού μπαρ, ακούστηκε μία πολύ γνώστη μουσική φράση. Και τότε κατάλαβα πως όλη τούτη τη σκηνή τη συνόδευε χαμηλόφωνα η «Σονάτα του Σεληνόφωτος», μόνο το πρώτο μέρος. Ο νέος θα κατηφορίζει τώρα μ' ένα ειρωνικό κ' ίσως συμπονετικό χαμόγελο στα καλογραμμένα χείλη του και μ' ένα συναίσθημα απελευθέρωσης. Όταν θα φτάσει ακριβώς στον Αϊ-Νικόλα, πριν κατεβεί τη μαρμάρινη σκάλα, θα γελάσει, -ένα γέλιο δυνατό, ασυγκράτητο. Το γέλιο του δε θ' ακουστεί καθόλου ανάρμοστα κάτω απ' το φεγγάρι. Ίσως το μόνο ανάρμοστο να 'ναι το ότι δεν είναι καθόλου ανάρμοστο. Σε λίγο, ο Νέος θα σωπάσει, θα σοβαρευτεί και θα πει «η παρακμή μίας εποχής». Έτσι, ολότελα ήσυχος πια, θα ξεκουμπώσει πάλι το πουκάμισό του και θα τραβήξει το δρόμο του. Όσο για τη γυναίκα με τα μαύρα, δεν ξέρω αν βγήκε τελικά απ' το σπίτι. Το φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Και στις γωνιές του δωματίου οι σκιές σφίγγονται από μιαν αβάσταχτη μετάνοια, σχεδόν οργή, όχι τόσο για τη ζωή όσο για την άχρηστη εξομολόγηση. Ακούτε; το ραδιόφωνο συνεχίζει.)


[youtube=https://youtu.be/kh-1fFAXW8w] 

TA ΠΡΩΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

poetry_i.gif 

Με αυτή την εγγραφή ανταποκρίνομαι σε εναγώνιο αίτημα και απορία  του εαυτού μου: Πώς να ξεκινήσω; Τι να διαβάσω; και γνωρίζω  πως πολλοί σαν κι εμένα που αγαπάνε την ποίηση ακόμη δεν καταπιάνονται μαζί της  από τον φόβο πως δεν θα καταφέρουν να την καταλάβουν.Έτσι ψάχνοντας από εδώ και από εκεί έπεσα σε ένα site που δυστυχώς τώρα δεν λειτουργεί που δίνει μερικές οδηγίες για το πως μπορεί να ξεκινήσει κανείς και να κάνει τα  πρώτα βήματα στην απόλαυση της ποίησης.Σας παραθέτω αυτές τις οδηγίες που πιστεύω όσοι είστε αρχάριοι θα τις βρείτε κατατοπιστικές και πολύτιμες.

Οδικός χάρτης για την προσέγγιση της ποίησης:

α) Κατ' αρχάς χρειάζεται ένα θεμελιώδες βοήθημα που θα λύνει με επαρκή μα και εύληπτο τρόπο όλα τα θεωρητικά και αισθητικά προβλήματα που θα εμφανίζονται.
β) Εν συνεχεία επιβάλλεται να μελετήσει ο νεοπροσήλυτος στη μαγεία της ποίησης τους πολύ βασικούς σταθμούς. Μιλώ για τους ποιητές εκείνους που χάραξαν σε κάθε διαφορετική εποχή νέους δρόμους με πρωτοπόρες επιλογές και πειραματισμούς που επιδοκιμάστηκαν από τους ομοτέχνους τους και ακολουθήθηκαν.
γ) Τέλος, θα χρειαστεί να επανέλθει σε κάθε ποιητική σχολή και να διαβάσει τους ποιητές που φωτίστηκαν από τον πρωτοπόρο της σχολής τους και τον ακολούθησαν.
δ) Εκτός λογικής σειράς, γιατί αυτό θα έπρεπε να γίνει πρώτο, θα εντρυφήσει στους μεγάλους Ευρωπαίους ποιητές από τον Μίλτον, τον Μπλέικ κι έπειτα. Έτσι θα αποκτήσει ολοκληρωμένη εποπτεία της ποιητικής περιπέτειας.

Θεμελιώδη εργαλεία και κατευθύνσεις για την προσέγγιση της ποίησης:

α) Το θεμελιώδες βοήθημα που θα πρέπει να γίνει το ευαγγέλιο όποιου αποφασίσει να εισέλθει στους ποιητικούς λειμώνες είναι το βιβλίο της Αγάθης Γεωργιάδου "Η ποιητική περιπέτεια" (εκδ. Μεταίχμιο). Δύσκολα θα βρει κανείς ένα βιβλίο που τόσο ευσύνοπτα θα εισαγάγει τον αναγνώστη της ποίησης στο ποιητικό θαύμα. Δεν μιλώ βεβαίως για τους φιλολόγους, που μπορούν με αυτό το εργαλείο να εξοικονομήσουν πολλά πολλά χρήματα.
β) Πολύ βασικοί σταθμοί της νεοελληνικής ποίησης:
1.1 Διονύσιος ΣολωμόςΕλεύθεροι Πολιορκημένοι, Πόρφυρας
1.2 Ανδρέας Κάλβος: Ωδές (από τις 20 ωδές διαλέξτε για πρώτη επαφή 3-4)
2.1 Κωστής Παλαμάς: Η Φλογέρα του Βασιλιά (εκδ. Μπίρη, τα Άπαντα)
3.1 Κωνσταντίνος Καβάφης: Άπαντα (τα 154 ποιήματά του) (εκδ. Ίκαρος)
3.2 Μιλτιάδης Μαλακάσης: Συντρίμματα (εκδ. Πατάκη, Τα ποιήματα)
4.1 Άγγελος Σικελιανός: (από την ανθολογία)
4.2 Κώστας Βάρναλης: Το φως που καίει, Σκλάβοι Πολιορκημένοι
4.3 Λάμπρος Πορφύρας: (από την ανθολογία)
4.4 Κώστας Καρυωτάκης: Τα Ποιήματα ( 1913 -1928 ), Εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ
5.1 Γιώργος Σεφέρης: Τα ποιήματα (εκδ. Ίκαρος)
5.2 Οδυσσέας Ελύτης: Προσανατολισμοί, Άξιον εστί (για αρχή μόνο)
5.3 Γιάννης Ρίτσος: Τέταρτη διάσταση, Επιτάφιος, Ρωμιοσύνη (για αρχή μόνο)
5.4 Ανδρέας Εμπειρίκος:  (από την ανθολογία)
5.5 Νίκος Εγγονόπουλος: Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής (Ίκαρος)
6.1 Μανόλης Αναγνωστάκης: Τα ποιήματα
6.2 Τάσος Λειβαδίτης: Ποίηση (3 τόμοι) (εκδ. Κέδρος)
6.3 Τίτος Πατρίκιος: Ποιήματα (4 τόμοι) (εκδ. Κέδρος)
6.4 Τάκης Σινόπουλος: Συλλογή (2 τόμοι) (εκδ. Ερμής)
6.5 Νίκος Καρούζος: Τα ποιήματα (2 τόμοι) (εκδ. Ίκαρος)
6.6 Άρης Αλεξάνδρου: Ποιήματα 1941-1974 (εκδ. Ύψιλον)
6.7 Μίλτος Σαχτούρης: Ποιήματα (3 τόμοι) (εκδ. Κέδρος)
6.8 Κώστας Μόντης: Ποίηση (3 τόμοι) (εκδ. Ίδρυμα Λεβέντη)
6.9 Γιώργης Παυλόπουλος: Ποιήματα 1943-1997 (εκδ. Νεφέλη)
6.10 Κική Δημουλά: Ποιήματα (εκδ. Ίκαρος)
6.11 Ντίνος Χριστιανόπουλος: Ποιήματα (εκδ. Ιανός)
6.12 Έκτωρ Κακναβάτος: Ποιήματα (2 τόμοι) (εκδ. Άγρα)
6.13 Νάνος Βαλαωρίτης: Ποιήματα (2 τόμοι) (εκδ. Ύψιλον)
7.1 Μιχάλης Γκανάς: Γυάλινα Γιάννενα (εκδ. Καστανιώτης)
7.2 Λευτέρης Πούλιος: Ποιήματα Επιλογή 1969-1978 (εκδ. Κέδρος)
7.3 Νάσος Βαγενάς: Σκοτεινές μπαλλάντες και άλλα ποιήματα (εκδ. Κέδρος)
7.4 Χριστόφορος Λιοντάκης: Στο τέρμα της πλάνης (εκδ. Καστανιώτης)
7.5 Γιώργος Χρονάς: Τα ποιήματα 1973 - 2008 (εκδ. Οδός Πανός-Σιγαρέτα)

Για την εύρεση ποιημάτων ποιητών που προτείνεται από ανθολογία υπάρχει η πιο σημαντική ανθολογία της ελληνικής ποίησης που είναι: Η ελληνική ποίηση. Ανθολογία - Γραμματολογία. 1977-2002. 6 τόμ. Αθήνα: Σοκόλης. Από αυτήν μπορεί κανείς να πάρει έναν μεμονωμένο τόμο. Ψάξτε το έργο και θα εντυπωσιαστείτε από την ποιότητά του. Ακριβό αλλά πολύτιμο.
Κλείνω το σημείωμα αυτό λέγοντας πως μπορεί κάποιος να αρχίσει επιλέγοντας έναν συγγραφέα από κάθε αρχικό αριθμό. π.χ. 1. Σολωμός, 2. Παλαμάς, 3. Καβάφης, 4. Καρυωτάκης, 5. Σεφέρης, 6. Αναγνωστάκης ή Δημουλά, 7. Γκανάς και αφού γνωρίσει αυτούς, να ξανακάνει τη διαδρομή από την ομάδα 1 προς την ομάδα 7.
Τελειώνοντας θέλω να ευχηθώ καλά ταξίδια και ευχάριστες διαδρομές σε όσους αποφασίσουν να εντρυφήσουν στην ποίηση ξεκινώντας με Έλληνες ποιητές που προτείνονται παραπάνω.                     
(  ΠΗΓΗ :  http://lgtxnia-a-lyk.blogspot.gr  )

ΑΤΙΤΛΟ

AVATAR AND NICK NAME
A.gif 

Καλησπέρα φιλοι μου .Το τελευταιο διαστημα ειχα μια δυσκολία  στο nick name και το avatar  που θα εμφανίζονται στο blog μου και τελικα  κατεληξα επιτελους κατοπιν ωριμου σκεψεως στην κοπελα με το κοκκινο φορεμα,διοτι σκεφτηκα οτι δεν θα σας ειναι ευχαριστο να βλεπετε την ωραια μου φατσα την εκτος συναγωνισμου  :P   . Οσον αφορα το nick name ειπα να σας υποβαλλω στη βασανο της ψηφοφοριας ,αλλα τελικως απεφευχθη και  αυτο και  θυμήθηκα φίλοι μου αυτό το ποιηματάκι του Έλιοτ σε μετάφραση που ταιριαζει κουτι στον προβληματισμο μου .
H γενικη φιλοσοφια του χαριτωμενου ποιηματος παταει στη δοξασια που υπαρχει οτι οι γατες που ανηκουν στις μαγισσες εχουν συνηθως 2 ονοματα ,το γνωστο και ενα ακομα που το γνωριζει μονο η αφεντρα της ,ετσι λενε αποφευγεται ο κινδυνος να υποστουν κακοβουλη επιθεση απο αλλες μαγισσες  :P   ....σας το προσφέρω  :) 
olimbia9.gif 

Το να βαφτίζεις τα γατιά, έχει μια δυσκολία ...
δεν είναι επιπόλαιη κι ανάλαφρη ασχολία 
καθόλου δεν τρελάθηκα και δεν το λέω αστεία: 
κάθε μια γάτα , ονόματα πρέπει να έχει τρία! 
ένα να τη φωνάζουμε στην οικογένειά της
ας πούμε, βίκτωρ, αύγουστος, τζωρτζίνα, ιπποκράτης 
ας πούμε μέρλιν, τζόναθαν, αλόνζο, μανταλένα 
καθημερινά ονόματα, καλά, συνηθισμένα. 
Nα βρείτε ωραιότερα υπάρχουν ευκαιρίες 
ονόματα για τζέντλεμεν και άλλα για κυρίες 
ας πούμε, πλάτων , άδμητος, ηλέκτρα, ευρυάλη 
μα όλα αυτά είναι κοινά και θα τα έχουν κι άλλοι. 
Mια γάτα όμως, να ξέρετε, θέλει και το δικό της 
το δεύτερό της τ' όνομα να ν 'αποκλειστικό της! 
για να μπορεί αφ' υψηλού τον κόσμο να κοιτάει 
και την ουρά της πάντοτε ψηλά να την κρατάει. 
Πρέπει να είναι όνομα μονάχα για μια γάτα: 
χουρχούρης, για παράδειγμα, γλείψος, χνουδοπατάτα 
κι άλλα πολλά τέτοιας λογής μπορώ να αναφέρω: 
μπομπαλουρίνα, πιρπιρής, φρουφρου, τρελοκαμπέρω.
Πέρα όμως απ' αυτά τα δυο, υπάρχει κι ένα άλλο 
τ΄ όνομα το μοναδικό, το τρίτο, το μεγάλο 
το όνομα το μυστικό, που άνθρωπος δεν ξέρει 
και γάτα σ' άνθρωπο μπροστά ποτέ δεν αναφέρει.
όταν σε διαλογισμό λοιπόν μια γάτα δείτε πάντα 
ο λόγος είν' αυτός και να το θυμηθείτε: 
σ' απύθμενους συλλογισμούς βρίσκεται βυθισμένη
για τ' όνομα το άρρητο το αρρητορητονιάρρητο
το όνομά της το κρυφό σκέφτεται μαγεμένη ...( T. S. Eliot ;μετάφραση  Γιάννης Η.Παππάς )



[youtube=https://youtu.be/smlk1cuUi7c] 

E-ΛΕΥ-ΘΕ-ΡΙ-Α


Θα ξαναπείς την ίδια λέξη
γυμνή
αυτήν
που γι' αυτήν έζησες
και πέθανες
που γι' αυτήν αναστήθηκες
(πόσες φορές ? )
την ίδια.
Έτσι όλη νύχτα
όλες τις νύχτες
κάτω απ' τις πέτρες
συλλαβή-συλλαβή
σαν τη βρύση που στάζει
στον ύπνο τού διψασμένου
στάλα-στάλα
ξανά και ξανά
κάτω απ' τις πέτρες
όλες τις νύχτες
μετρημένη στα δάχτυλα
απλά
όπως λες πεινάω
όπως λες σ' αγαπώ
έτσι απλά
ανασαίνοντας
μπροστά στο παράθυρο
ε-λευ-θε-ρί-α.
(Γ.Ριτσος)