-Με εννιά το πήρες το ενδεικτικό !!! αχαχαχαχα !!! γέλαγε και με κορόιδευε ο Στεφανάκος .
-Οχι με δέκα το πήρα ! είσαι κακός και δεν ξέρεις τι λες !
Είπα ψέμματα και άρχισα να κλαίω με αναφιλητά ,ενώ παράλληλα του γύρισα την πλάτη μου θυμωμένη και έφυγα τρέχοντας στη μαμά μου να με παρηγορήσει απ την ντροπή.Πίστευα μέσα μου πως άξιζα το δεκάρι και η πρώτη μου δασκάλα μου η Αλέκα με είχε αδικήσει και να που τώρα εξαιτίας της ο χειρότερος μαθητής της τάξης γέλαγε και με κορόιδευε .
Ήμουν μόλις 4,5 χρονών μια σταλιά όταν πρωτοπήγα νηπιαγωγείο .Την θυμάμαι την πρώτη μου δασκάλα την κα Αθηνά που ήταν καλή ,μας καλόπιανε ,μας μάθαινε χειροτεχνία και ένα σωρό τραγουδάκια παιδικά και κυρίως όταν κατουριόμασταν μας έπαιρνε απ το χεράκι και μας πήγαινε στην τουαλέτα ή αν δεν προλαβαίναμε φώναζε τη μαμά μας να έρθει να μας πάρει .Γι αυτό και την αγαπούσα και καμιά φορά ξεχνιόμουν και τη φώναζα μαμά.
Ύστερα πήγα στην πρώτη Δημοτικού .Ήμουν μικρότερο απ όλα τα παιδάκια μιας γιατί κέρδιζα χρονιά .Βέβαια ακόμα από το καλοκαίρι πριν ανοίξουν τα σχολεία είχα αρχίσει να μαθαίνω να μετράω μέχρι το δέκα και την αλφάβητα οπωσδήποτε να τη λέω και να τη γράφω απ έξω κι ανακατωτά .Όμως όσο κι αν προσπαθούσα πάντα κάτι μου διέφευγε ,κουραζόμουν γρήγορα ,πεινούσα ,διψούσα ,νύσταζα είχα το νου μου στο παιχνίδι και ήθελα τη μαμά μου.Πολλές φορές δεν καταλάβαινα τι μας έλεγε η δασκάλα και έτσι λίγο μετά τα γενέθλια μου ,μόλις πέρασε ο Μάρτης άρχισα σιγά σιγά να συντονίζομαι και να προσαρμόζομαι μέσα στη τάξη .Ήδη όμως η κυρία μας με είχε πάρει με κακό μάτι και το πρώτο μου ενδεικτικό είχε όλο εννιάρια ,μεγάλη στεναχώρια για μένα που ήθελα πάντα να είμαι σε όλα πρώτη .
Γι αυτό και με κορόιδευε ο Στεφανάκος εκείνη τη μέρα του Καλοκαιριού ,η ξανθόψειρα -έτσι τον έλεγα κοροϊδευτικά -που είχε κατάξανθα μαλλιά και κατακόκκινα μάγουλα από το φρέσκο αέρα της εξοχής.Οι γονείς του βλάχοι στην καταγωγή όπως και οι περισσότεροι κάτοικοι εκεί γύρω ,δούλευαν στο εργοστάσιο που έφτιαχνε κασάκια ,έτσι λέγαμε τότε τα ξύλινα τελάρα που έβαζαν τα ροδάκινα οι χωριάτες της περιοχής .Ο ίδιος βέβαια είχε εφτάρι στο ενδεικτικό και πολλά ολοστρόγγυλα μηδενικά στα τετράδια μα δεν τον ένοιαζε διόλου ,ήθελε εμένα να πειράζει ο αλητάμπουρας ,όταν δεν σκότωνε πουλάκια με τη σφεντόνα του ή δεν μιλούσε εκείνη την ακατάληπτη για μένα γλώσσα των βλάχων .
Ύστερα πήγα στην πρώτη Δημοτικού .Ήμουν μικρότερο απ όλα τα παιδάκια μιας γιατί κέρδιζα χρονιά .Βέβαια ακόμα από το καλοκαίρι πριν ανοίξουν τα σχολεία είχα αρχίσει να μαθαίνω να μετράω μέχρι το δέκα και την αλφάβητα οπωσδήποτε να τη λέω και να τη γράφω απ έξω κι ανακατωτά .Όμως όσο κι αν προσπαθούσα πάντα κάτι μου διέφευγε ,κουραζόμουν γρήγορα ,πεινούσα ,διψούσα ,νύσταζα είχα το νου μου στο παιχνίδι και ήθελα τη μαμά μου.Πολλές φορές δεν καταλάβαινα τι μας έλεγε η δασκάλα και έτσι λίγο μετά τα γενέθλια μου ,μόλις πέρασε ο Μάρτης άρχισα σιγά σιγά να συντονίζομαι και να προσαρμόζομαι μέσα στη τάξη .Ήδη όμως η κυρία μας με είχε πάρει με κακό μάτι και το πρώτο μου ενδεικτικό είχε όλο εννιάρια ,μεγάλη στεναχώρια για μένα που ήθελα πάντα να είμαι σε όλα πρώτη .
Γι αυτό και με κορόιδευε ο Στεφανάκος εκείνη τη μέρα του Καλοκαιριού ,η ξανθόψειρα -έτσι τον έλεγα κοροϊδευτικά -που είχε κατάξανθα μαλλιά και κατακόκκινα μάγουλα από το φρέσκο αέρα της εξοχής.Οι γονείς του βλάχοι στην καταγωγή όπως και οι περισσότεροι κάτοικοι εκεί γύρω ,δούλευαν στο εργοστάσιο που έφτιαχνε κασάκια ,έτσι λέγαμε τότε τα ξύλινα τελάρα που έβαζαν τα ροδάκινα οι χωριάτες της περιοχής .Ο ίδιος βέβαια είχε εφτάρι στο ενδεικτικό και πολλά ολοστρόγγυλα μηδενικά στα τετράδια μα δεν τον ένοιαζε διόλου ,ήθελε εμένα να πειράζει ο αλητάμπουρας ,όταν δεν σκότωνε πουλάκια με τη σφεντόνα του ή δεν μιλούσε εκείνη την ακατάληπτη για μένα γλώσσα των βλάχων .
Εκείνο το πείραγμα - προσβολή ήταν πολύ σπουδαίο για μένα .Την άλλη χρονιά έβαλα τα δυνατά μου με πείσμα να τους περάσω όλους ,ακόμα και την κόρη της δασκάλας την Λενιώ που την μπούκωνε η μάνα της στα διαλείμματα με φρέσκο μελάτο χωριάτικο αυγό κι εκείνη η άτιμη έπιανε στα μάτια μας την ζήλια και την πείνα και κατάπινε αργά κάνοντας τη δύσκολη για να την κανακεύει η μάνα της .
Εμένα η μάνα μου μου έβαζε μια φέτα ψωμί κι ένα κομμάτι τυρί τυλιγμένο σε χαρτοπετσέτα που πάντα το ξεχνούσα στην τσάντα μου τη σχολική και ποτέ δεν το έτρωγα γιατί μετά από ώρες τυρί και χαρτοπετσέτα γίνονταν το ένα και δεν μπορούσες να τα ξεχωρίσεις και να φας .Έτσι περνώντας απ το κοτέτσι της γειτόνισσας το πετούσα στις κότες μη τυχόν και το βρει η μάνα μου και μου τις βρέξει.Ποτέ όμως δεν έλεγα όχι σε ένα ξεροκόμματο για την ακρίβεια ζυμωτό ψωμί που μοιραζόταν μαζί μου η συμμαθήτρια μου η Ελισάβετ με το αστείο επίθετο που την κορόιδευα γι αυτό .Όμως εκείνη δεν θύμωνε ,συνέχιζε να μοιράζεται μαζί μου το ζυμωτό ψωμί που ζύμωνε η μάνα της και έψηνε τα βράδια όταν γυρνούσε κουρασμένη στο φτωχικό τους μετά την δουλειά της στα χωράφια .Την ίδια ώρα η δική μάνα μου έτρεχε στις μοδίστρες να ράψει και να κεντήσει ένα καινούριο φόρεμα ,ενώ εγώ διασκέδαζα με τη φίλη μου και συμμαθήτρια μου παίζοντας μήλα και πετώντας πέτρες στα κεραμίδια.για να τρομάξουμε την γιαγιά της που έβγαινε και μας κυνηγούσε ή καταβρέχαμε τα αγόρια με το λάστιχο για να τραβήξουμε την προσοχή τους.
Συχνά πήγαινα στην άκρη του φράχτη και χάζευα τους τσιγγάνους που περιοδικά έστηναν τον καταυλισμό τους κοντά στα σπίτια .Άναβαν φωτιές και έψηναν τα φαγητά τους ,οι γυναίκες φορούσαν πολύχρωμα ρούχα ,άπλωναν μπουγάδες , και τα παιδιά τους γυρνούσαν ξυπόλυτα χειμώνα καλοκαίρι
Εμένα η μάνα μου μου έβαζε μια φέτα ψωμί κι ένα κομμάτι τυρί τυλιγμένο σε χαρτοπετσέτα που πάντα το ξεχνούσα στην τσάντα μου τη σχολική και ποτέ δεν το έτρωγα γιατί μετά από ώρες τυρί και χαρτοπετσέτα γίνονταν το ένα και δεν μπορούσες να τα ξεχωρίσεις και να φας .Έτσι περνώντας απ το κοτέτσι της γειτόνισσας το πετούσα στις κότες μη τυχόν και το βρει η μάνα μου και μου τις βρέξει.Ποτέ όμως δεν έλεγα όχι σε ένα ξεροκόμματο για την ακρίβεια ζυμωτό ψωμί που μοιραζόταν μαζί μου η συμμαθήτρια μου η Ελισάβετ με το αστείο επίθετο που την κορόιδευα γι αυτό .Όμως εκείνη δεν θύμωνε ,συνέχιζε να μοιράζεται μαζί μου το ζυμωτό ψωμί που ζύμωνε η μάνα της και έψηνε τα βράδια όταν γυρνούσε κουρασμένη στο φτωχικό τους μετά την δουλειά της στα χωράφια .Την ίδια ώρα η δική μάνα μου έτρεχε στις μοδίστρες να ράψει και να κεντήσει ένα καινούριο φόρεμα ,ενώ εγώ διασκέδαζα με τη φίλη μου και συμμαθήτρια μου παίζοντας μήλα και πετώντας πέτρες στα κεραμίδια.για να τρομάξουμε την γιαγιά της που έβγαινε και μας κυνηγούσε ή καταβρέχαμε τα αγόρια με το λάστιχο για να τραβήξουμε την προσοχή τους.
Συχνά πήγαινα στην άκρη του φράχτη και χάζευα τους τσιγγάνους που περιοδικά έστηναν τον καταυλισμό τους κοντά στα σπίτια .Άναβαν φωτιές και έψηναν τα φαγητά τους ,οι γυναίκες φορούσαν πολύχρωμα ρούχα ,άπλωναν μπουγάδες , και τα παιδιά τους γυρνούσαν ξυπόλυτα χειμώνα καλοκαίρι
-Μη πας εκεί ,με μάλωνε η μάνα μου ,θα σε κλέψει η γύφτισσα
-Και που πάνε πατέρα όταν φεύγουν από εδώ ,ρωτούσα κάθε φορά όταν τους έβλεπα με λύπη να φεύγουν με τα κάρα .
-Πάνε σε άλλα μέρη άγνωστα ,μακρυά από εδώ ,μου έλεγε
-Και πότε θα ξανάρθουν ?
-Ισως την επόμενη Ανοιξη μου απαντούσε ,ίσως ποτέ....
Την Ανοιξη έρχονταν με συνέπεια τα χελιδόνια και αργά το καλοκαίρι γέμιζε ο ουρανός μελισσοφάγους ,ενώ στα τέλη του Φθινοπώρου παρατηρούσα τα σμήνη των πουλιών που έφευγαν νότια.Η ίδια η φύση μου δίδασκε την αλλαγή και ένα συνεχές πήγαινε έλα ανάλογα με την εποχή.
Την επόμενη χρονιά σοβαρεύτηκα ,έτυχα να έχω κι ένα καλό δάσκαλο τον κο Στάθη που ήξερε να κάνει πολύ καλά τη δουλειά του και μου έδινε κίνητρο να συμμετέχω σε όλα τα μαθήματα τόσο πολύ που έγινα γρήγορα πρώτη μαθήτρια και γι αυτό πολύ δημοφιλής .Ξέρετε τότε ο πρώτος μαθητής είχε μεγάλη αίγλη δεν ήταν το σημερινό σπασικλάκι και όλοι αποζητούσαν τη φιλία μου .
Γι αυτο και έγιναν φίλες μου οι 2 νεοφερμένες αδελφές δίδυμες κόρες στρατιωτικού που είχε έρθει με μετάθεση απ την Αθήνα στα χρόνια της χούντας .Για μένα η Αθήνα ήταν μύθος μια πόλη μαγική που είχε όλα εκείνα τα όμορφα που βλέπαμε στις ταινίες που μας πήγαινε ο πατέρας τις Κυριακές .Και οι άνθρωποι που έρχονταν από εκεί φάνταζαν στα μάτια μου περίεργοι και ενδιαφέροντες .
Έτσι φάνταζε στα παιδικά μου μάτια και ο πατέρας των δίδυμων κοριτσιών που ήταν ένας βλοσυρός πανύψηλος άντρας που γινόταν ακόμα πιο τρομαχτικός όταν φορούσε τη στολή με τα πολλά σειρήτια και το πρώτο που με ρώτησε αυστηρά όταν με κάλεσαν σπίτι τους ήταν τι δουλειά έκανε ο πατέρας μου .
Ήταν η πρώτη μου εμπειρία με τον ταξικό διαχωρισμό που έκαναν οι μεγάλοι και το θυμάμαι ακόμα .Φαίνεται ομως ότι πέρασα τις "εξετάσεις" γιατί τα κορίτσια συνέχισαν να με κάνουν παρέα μέχρι την επόμενη χρονιά που έφυγαν πάλι με μετάθεση και τις έχασα για πάντα .Ήσαν καλοντυμένες και κακοζωισμένες με στρουμπουλά χεράκια ,καθαρά νύχια καλοχτενισμένες και μύριζαν σαπούνι , σε αντίθεση με τα περισσότερα παιδιά που τα ρούχα τους ήταν φτωχικά και τριμμένα και τα παπούτσια τους μονίμως λασπωμένα .
Καπως ετσι με συμπάθησε και ο Παναγιώτης με τα τριμμένα ρούχα και τα μεγάλα και μελαγχολικά του ματια που ήταν κι αυτός πρώτος μαθητής .Με κοιτούσε υπό γωνία κρυφά και κοκκίνιζε και έπιανα το βλέμμα του κάθε φορά που σήκωνα τα μάτια μου απ το βιβλίο.Δεν ήξερα τι μου συμβαίνει αλλά ώρες ώρες τα απογεύματα έπιανα τον εαυτό μου να βιάζεται να πάει την άλλη μέρα στο σχολείο μόνο και μόνο για να τον δω και όσο με κοιτούσε εκείνος τόσο η θέληση να γίνω καλύτερη φούντωνε μέσα μου.
Γι αυτο και έγιναν φίλες μου οι 2 νεοφερμένες αδελφές δίδυμες κόρες στρατιωτικού που είχε έρθει με μετάθεση απ την Αθήνα στα χρόνια της χούντας .Για μένα η Αθήνα ήταν μύθος μια πόλη μαγική που είχε όλα εκείνα τα όμορφα που βλέπαμε στις ταινίες που μας πήγαινε ο πατέρας τις Κυριακές .Και οι άνθρωποι που έρχονταν από εκεί φάνταζαν στα μάτια μου περίεργοι και ενδιαφέροντες .
Έτσι φάνταζε στα παιδικά μου μάτια και ο πατέρας των δίδυμων κοριτσιών που ήταν ένας βλοσυρός πανύψηλος άντρας που γινόταν ακόμα πιο τρομαχτικός όταν φορούσε τη στολή με τα πολλά σειρήτια και το πρώτο που με ρώτησε αυστηρά όταν με κάλεσαν σπίτι τους ήταν τι δουλειά έκανε ο πατέρας μου .
Ήταν η πρώτη μου εμπειρία με τον ταξικό διαχωρισμό που έκαναν οι μεγάλοι και το θυμάμαι ακόμα .Φαίνεται ομως ότι πέρασα τις "εξετάσεις" γιατί τα κορίτσια συνέχισαν να με κάνουν παρέα μέχρι την επόμενη χρονιά που έφυγαν πάλι με μετάθεση και τις έχασα για πάντα .Ήσαν καλοντυμένες και κακοζωισμένες με στρουμπουλά χεράκια ,καθαρά νύχια καλοχτενισμένες και μύριζαν σαπούνι , σε αντίθεση με τα περισσότερα παιδιά που τα ρούχα τους ήταν φτωχικά και τριμμένα και τα παπούτσια τους μονίμως λασπωμένα .
Καπως ετσι με συμπάθησε και ο Παναγιώτης με τα τριμμένα ρούχα και τα μεγάλα και μελαγχολικά του ματια που ήταν κι αυτός πρώτος μαθητής .Με κοιτούσε υπό γωνία κρυφά και κοκκίνιζε και έπιανα το βλέμμα του κάθε φορά που σήκωνα τα μάτια μου απ το βιβλίο.Δεν ήξερα τι μου συμβαίνει αλλά ώρες ώρες τα απογεύματα έπιανα τον εαυτό μου να βιάζεται να πάει την άλλη μέρα στο σχολείο μόνο και μόνο για να τον δω και όσο με κοιτούσε εκείνος τόσο η θέληση να γίνω καλύτερη φούντωνε μέσα μου.
Συχνά ο πατέρας με έπαιρνε απ το χέρι και πηγαίναμε στον μύλο να πάρει αλεύρι για τις πίτες της μαμάς .Ήθελα να πηγαίνω εκεί για να δω τον λύκο που είχε αιχμαλωτίσει ο μυλωνάς που ήταν και κυνηγός.Το λυπόμουν εκείνο το ζώο που το έβλεπα έτσι δεμένο και παράλληλα το θαύμαζα για τη ρώμη και την ομορφιά του .Δεν είχα δει ποτέ μου λύκο από κοντά παρά μόνο τους βαρείς χειμώνες άκουγα τα ουρλιαχτά τους όταν η πείνα τους έζωνε ,δεν έβρισκαν να φάνε και συχνά κατέβαιναν απ τα βουνά και τριγύριζαν στους γύρω λόφους που ήσαν τα μαντριά .Ακουγα τους πυροβολισμούς των τσομπαναραίων που προσπαθούσαν να τους διώξουν και τότε όλα τα παραμύθια που είχα ακούσει ζωντάνευαν και έδιναν χρώμα στην παιδική μου φαντασία .
Την επόμενη χρονιά ήρθε η ώρα να πάρει μετάθεση ο δικός μου πατέρας κι έτσι βρέθηκα με μεγάλη στεναχώρια και απογοήτευση στη μεγάλη πόλη αφήνοντας πίσω μου για πάντα τα όμορφα χρόνια και τους παλιούς συμμαθητές .Το σοκ της προσαρμογής ήταν μεγάλο ,η εσωτερική μετανάστευση έδρασε καταλυτικά μέσα μου και η αλήθεια είναι για χρόνια στα όνειρα μου έβλεπα το σχολείο μου, τους συμμαθητές μου ,τη παλιά μου γειτονιά και το σπίτι που μέναμε .Όταν μετά από χρόνια βρέθηκα εκεί έψαχνα με τα μάτια να βρω κάτι που να θυμίζει τα περασμένα όμως τίποτα δεν υπήρχε ,όλα είχαν κατεδαφιστεί και στη θέση τους είχε φτιαχτεί ένα Δημόσιο κτίριο .Δεν υπήρχε ούτε η λιμνούλα με τα χρυσόψαρα, ούτε οι κερασιές ,ούτε τα δρομάκια που έκανα ποδήλατο ,ούτε κι ο Παναγιώτης ,μονάχα ένα τμήμα απ το δασάκι με τα ψηλά πεύκα που μάζευα τα μωβ μανουσάκια και τα λιλά κυκλάμινα που λάτρευα.
Ο κόσμος αλλάζει και μεταναστεύει ,πάντα άλλαζε αλλά για μερικούς ανθρώπους το ριζικό τους θέλει η αλλαγή αυτή να είναι έντονη και δραματική.Τίποτα όμως δεν μπορεί να συγκριθεί με τον τόπο που γεννήθηκες και μεγάλωσες και όπου κι αν βρεθείς πάντα θα τον κουβαλάς μέσα σου ,σαν όνειρο και σαν ελπίδα πως κάποτε θα γυρίσεις εκεί και καμιά φορά σε στοιχειώνει βασανιστικά η σκέψη πως θα επιστρέψεις να συνεχίσεις εκεί μια ζωή που δεν την έζησες ολόκληρη και άφησες στη μέση .