Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2016

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ





-Με εννιά το πήρες το ενδεικτικό !!! αχαχαχαχα !!! γέλαγε και με κορόιδευε ο Στεφανάκος .
-Οχι με δέκα το πήρα ! είσαι κακός και δεν ξέρεις τι λες !
Είπα ψέμματα και άρχισα να κλαίω με αναφιλητά ,ενώ παράλληλα του γύρισα την πλάτη μου θυμωμένη και έφυγα τρέχοντας στη μαμά μου να με παρηγορήσει απ την ντροπή.Πίστευα μέσα μου πως άξιζα το δεκάρι και η πρώτη μου δασκάλα μου η Αλέκα με είχε αδικήσει και να που τώρα εξαιτίας της ο χειρότερος μαθητής της τάξης γέλαγε και με κορόιδευε .
Ήμουν μόλις 4,5 χρονών μια σταλιά όταν πρωτοπήγα νηπιαγωγείο .Την θυμάμαι την πρώτη μου δασκάλα την κα Αθηνά που ήταν καλή ,μας καλόπιανε ,μας μάθαινε χειροτεχνία και ένα σωρό τραγουδάκια παιδικά και κυρίως όταν κατουριόμασταν μας έπαιρνε απ το χεράκι και μας πήγαινε στην τουαλέτα ή αν δεν προλαβαίναμε φώναζε τη μαμά μας να έρθει να μας πάρει .Γι αυτό και την αγαπούσα και καμιά φορά ξεχνιόμουν και τη φώναζα μαμά.
Ύστερα πήγα στην πρώτη Δημοτικού .Ήμουν μικρότερο απ όλα τα παιδάκια μιας γιατί κέρδιζα χρονιά .Βέβαια ακόμα από το καλοκαίρι πριν ανοίξουν τα σχολεία είχα αρχίσει να μαθαίνω να μετράω μέχρι το δέκα και την αλφάβητα οπωσδήποτε να τη λέω και να τη γράφω απ έξω κι ανακατωτά .Όμως όσο κι αν προσπαθούσα πάντα κάτι μου διέφευγε ,κουραζόμουν γρήγορα ,πεινούσα ,διψούσα ,νύσταζα είχα το νου μου στο παιχνίδι και ήθελα τη μαμά μου.Πολλές φορές δεν καταλάβαινα τι μας έλεγε η δασκάλα και έτσι λίγο μετά τα γενέθλια μου ,μόλις πέρασε ο Μάρτης άρχισα σιγά σιγά να συντονίζομαι και να προσαρμόζομαι μέσα στη τάξη .Ήδη όμως η κυρία μας με είχε πάρει με κακό μάτι και το πρώτο μου ενδεικτικό είχε όλο εννιάρια ,μεγάλη στεναχώρια για μένα που ήθελα πάντα να είμαι σε όλα πρώτη .
Γι αυτό και με κορόιδευε ο Στεφανάκος εκείνη τη μέρα του Καλοκαιριού ,η ξανθόψειρα -έτσι τον έλεγα κοροϊδευτικά -που είχε κατάξανθα μαλλιά και κατακόκκινα μάγουλα από το φρέσκο αέρα της εξοχής.Οι γονείς του βλάχοι στην καταγωγή όπως και οι περισσότεροι κάτοικοι εκεί γύρω ,δούλευαν στο εργοστάσιο που έφτιαχνε κασάκια ,έτσι λέγαμε τότε τα ξύλινα τελάρα που έβαζαν τα ροδάκινα οι χωριάτες της περιοχής .Ο ίδιος βέβαια είχε εφτάρι στο ενδεικτικό και πολλά ολοστρόγγυλα μηδενικά στα τετράδια μα δεν τον ένοιαζε διόλου ,ήθελε εμένα να πειράζει ο αλητάμπουρας ,όταν δεν σκότωνε πουλάκια με τη σφεντόνα του ή δεν μιλούσε εκείνη την ακατάληπτη για μένα γλώσσα των βλάχων .
Εκείνο το πείραγμα - προσβολή ήταν πολύ σπουδαίο για μένα .Την άλλη χρονιά έβαλα τα δυνατά μου με πείσμα να τους περάσω όλους ,ακόμα και την κόρη της δασκάλας την Λενιώ που την μπούκωνε η μάνα της στα διαλείμματα με φρέσκο μελάτο χωριάτικο αυγό κι εκείνη η άτιμη έπιανε στα μάτια μας την ζήλια και την πείνα και κατάπινε αργά κάνοντας τη δύσκολη για να την κανακεύει η μάνα της .
Εμένα η μάνα μου μου έβαζε μια φέτα ψωμί κι ένα κομμάτι τυρί τυλιγμένο σε χαρτοπετσέτα που πάντα το ξεχνούσα στην τσάντα μου τη σχολική και ποτέ δεν το έτρωγα γιατί μετά από ώρες τυρί και χαρτοπετσέτα γίνονταν το ένα και δεν μπορούσες να τα ξεχωρίσεις και να φας .Έτσι περνώντας απ το κοτέτσι της γειτόνισσας το πετούσα στις κότες μη τυχόν και το βρει η μάνα μου και μου τις βρέξει.Ποτέ όμως δεν έλεγα όχι σε ένα ξεροκόμματο για την ακρίβεια ζυμωτό ψωμί που μοιραζόταν μαζί μου η συμμαθήτρια μου η Ελισάβετ με το αστείο επίθετο που την κορόιδευα γι αυτό .Όμως εκείνη δεν θύμωνε ,συνέχιζε να μοιράζεται μαζί μου το ζυμωτό ψωμί που ζύμωνε η μάνα της και έψηνε τα βράδια όταν γυρνούσε κουρασμένη στο φτωχικό τους μετά την δουλειά της στα χωράφια .Την ίδια ώρα η δική μάνα μου έτρεχε στις μοδίστρες να ράψει και να κεντήσει ένα καινούριο φόρεμα ,ενώ εγώ διασκέδαζα με τη φίλη μου και συμμαθήτρια μου παίζοντας μήλα και πετώντας πέτρες στα κεραμίδια.για να τρομάξουμε την γιαγιά της που έβγαινε και μας κυνηγούσε ή καταβρέχαμε τα αγόρια με το λάστιχο για να τραβήξουμε την προσοχή τους.
Συχνά πήγαινα στην άκρη του φράχτη και χάζευα τους τσιγγάνους που περιοδικά έστηναν τον καταυλισμό τους κοντά στα σπίτια .Άναβαν φωτιές και έψηναν τα φαγητά τους ,οι γυναίκες φορούσαν πολύχρωμα ρούχα ,άπλωναν μπουγάδες , και τα παιδιά τους γυρνούσαν ξυπόλυτα χειμώνα καλοκαίρι 
-Μη πας εκεί ,με μάλωνε η μάνα μου ,θα σε κλέψει η γύφτισσα 
-Και που πάνε πατέρα όταν φεύγουν από εδώ ,ρωτούσα κάθε φορά όταν τους έβλεπα με λύπη να φεύγουν με τα κάρα .
-Πάνε σε άλλα μέρη άγνωστα ,μακρυά από εδώ ,μου έλεγε 
-Και πότε θα ξανάρθουν ? 
-Ισως την επόμενη Ανοιξη μου απαντούσε ,ίσως ποτέ....
Την Ανοιξη έρχονταν με συνέπεια τα χελιδόνια και αργά το καλοκαίρι γέμιζε ο ουρανός μελισσοφάγους ,ενώ στα τέλη του Φθινοπώρου παρατηρούσα τα σμήνη των πουλιών που έφευγαν νότια.Η ίδια η φύση μου δίδασκε την αλλαγή και ένα συνεχές πήγαινε έλα ανάλογα με την εποχή.
Την επόμενη χρονιά σοβαρεύτηκα ,έτυχα να έχω κι ένα καλό δάσκαλο τον κο Στάθη που ήξερε να κάνει πολύ καλά τη δουλειά του και μου έδινε κίνητρο να συμμετέχω σε όλα τα μαθήματα τόσο πολύ που έγινα γρήγορα πρώτη μαθήτρια και γι αυτό πολύ δημοφιλής .Ξέρετε τότε ο πρώτος μαθητής είχε μεγάλη αίγλη δεν ήταν το σημερινό σπασικλάκι και όλοι αποζητούσαν τη φιλία μου .
Γι αυτο και  έγιναν φίλες μου οι 2 νεοφερμένες αδελφές δίδυμες κόρες στρατιωτικού που είχε έρθει με μετάθεση απ την Αθήνα στα χρόνια της χούντας .Για μένα η Αθήνα ήταν μύθος μια πόλη μαγική που είχε όλα εκείνα τα όμορφα που βλέπαμε στις ταινίες που μας πήγαινε ο πατέρας τις Κυριακές .Και οι άνθρωποι που έρχονταν από εκεί φάνταζαν στα μάτια μου περίεργοι και ενδιαφέροντες .
Έτσι φάνταζε στα παιδικά μου μάτια και ο πατέρας των δίδυμων κοριτσιών που ήταν ένας βλοσυρός πανύψηλος άντρας που γινόταν ακόμα πιο τρομαχτικός όταν φορούσε τη στολή με τα πολλά σειρήτια και το πρώτο που με ρώτησε αυστηρά όταν με κάλεσαν σπίτι τους ήταν τι δουλειά έκανε ο πατέρας μου .
Ήταν η πρώτη μου εμπειρία με τον ταξικό διαχωρισμό που έκαναν οι μεγάλοι και το θυμάμαι ακόμα .Φαίνεται ομως  ότι πέρασα τις "εξετάσεις"  γιατί τα κορίτσια συνέχισαν να με κάνουν παρέα μέχρι την επόμενη χρονιά που έφυγαν πάλι με μετάθεση και τις έχασα για πάντα .Ήσαν καλοντυμένες και κακοζωισμένες με στρουμπουλά χεράκια ,καθαρά νύχια καλοχτενισμένες και μύριζαν σαπούνι , σε αντίθεση με τα περισσότερα παιδιά που τα ρούχα τους ήταν φτωχικά και τριμμένα και τα παπούτσια τους μονίμως λασπωμένα .
Καπως ετσι με συμπάθησε και ο Παναγιώτης με τα τριμμένα ρούχα και τα μεγάλα και μελαγχολικά του ματια που ήταν κι αυτός πρώτος μαθητής .Με κοιτούσε υπό γωνία κρυφά και κοκκίνιζε και έπιανα το βλέμμα του κάθε φορά που σήκωνα τα μάτια μου απ το βιβλίο.Δεν ήξερα τι μου συμβαίνει αλλά ώρες ώρες τα απογεύματα έπιανα τον εαυτό μου να βιάζεται να πάει την άλλη μέρα στο σχολείο μόνο και μόνο για να τον δω και όσο με κοιτούσε εκείνος τόσο η θέληση να γίνω καλύτερη φούντωνε μέσα μου.
Συχνά ο πατέρας με έπαιρνε απ το χέρι και πηγαίναμε στον μύλο να πάρει αλεύρι για τις πίτες της μαμάς .Ήθελα να πηγαίνω εκεί για να δω τον λύκο που είχε αιχμαλωτίσει ο μυλωνάς που ήταν και κυνηγός.Το λυπόμουν εκείνο το ζώο που το έβλεπα έτσι δεμένο και παράλληλα το θαύμαζα για τη ρώμη και την ομορφιά του .Δεν είχα δει ποτέ μου λύκο από κοντά παρά μόνο τους βαρείς χειμώνες άκουγα τα ουρλιαχτά τους όταν η πείνα τους έζωνε ,δεν έβρισκαν να φάνε και συχνά κατέβαιναν απ τα βουνά και τριγύριζαν στους γύρω λόφους που ήσαν τα μαντριά .Ακουγα τους πυροβολισμούς των τσομπαναραίων που προσπαθούσαν να τους διώξουν και τότε όλα τα παραμύθια που είχα ακούσει ζωντάνευαν και έδιναν χρώμα στην παιδική μου φαντασία .
Την επόμενη χρονιά ήρθε η ώρα να πάρει μετάθεση ο δικός μου πατέρας κι έτσι βρέθηκα με μεγάλη στεναχώρια και απογοήτευση στη μεγάλη πόλη αφήνοντας πίσω μου για πάντα τα όμορφα χρόνια και τους παλιούς συμμαθητές .Το σοκ της προσαρμογής ήταν μεγάλο ,η εσωτερική μετανάστευση έδρασε καταλυτικά μέσα μου και η αλήθεια είναι για χρόνια στα όνειρα μου έβλεπα το σχολείο μου, τους συμμαθητές μου ,τη παλιά μου γειτονιά και το σπίτι που μέναμε .Όταν μετά από χρόνια βρέθηκα εκεί έψαχνα με τα μάτια να βρω κάτι που να θυμίζει τα περασμένα όμως τίποτα δεν υπήρχε ,όλα είχαν κατεδαφιστεί και στη θέση τους είχε φτιαχτεί ένα Δημόσιο κτίριο .Δεν υπήρχε ούτε η λιμνούλα με τα χρυσόψαρα, ούτε οι κερασιές ,ούτε τα δρομάκια που έκανα ποδήλατο ,ούτε κι ο Παναγιώτης ,μονάχα ένα τμήμα απ το δασάκι με τα ψηλά πεύκα που μάζευα τα μωβ μανουσάκια και τα λιλά κυκλάμινα που λάτρευα.
Ο κόσμος αλλάζει και μεταναστεύει ,πάντα άλλαζε αλλά για μερικούς ανθρώπους το ριζικό τους θέλει η αλλαγή αυτή να είναι έντονη και δραματική.Τίποτα όμως δεν μπορεί να συγκριθεί με τον τόπο που γεννήθηκες και μεγάλωσες και όπου κι αν βρεθείς πάντα θα τον κουβαλάς μέσα σου ,σαν όνειρο και σαν ελπίδα πως κάποτε θα γυρίσεις εκεί και καμιά φορά σε στοιχειώνει βασανιστικά η σκέψη πως θα επιστρέψεις να συνεχίσεις εκεί μια ζωή που δεν την έζησες ολόκληρη και άφησες στη μέση .

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2016

O ΩΡΑΙΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Ωραίος άνθρωπος είναι ο ώριμος άνθρωπος ,όχι απαραίτητα ο μεγάλος σε ηλικία ,αλλά εκείνος που έχει πλήρως αναπτυγμένη προσωπικότητα ,έχει πλήρη πνευματική εξέλιξη ,συγκρότηση στον χαρακτήρα ,είναι υπεύθυνος και σοβαρός ,έχει συνέπεια λόγων και έργων έχει πλήρη σωματική ,ψυχική και ιδεολογική ανάπτυξη καθώς έχει συσσωρεύσει εμπειρίες με το πέρασμα του χρόνου.

Αλλά ας εξετάσουμε τις παραπάνω ιδιότητες μια προς μια .
Αναπτυγμένη προσωπικότητα θα μπορούσε να έχει εκείνος ο άνθρωπος ο οποίος δεν έχει σαν πρώτη του προτεραιότητα την απόκτηση και κατανάλωση αγαθών για τον εαυτό του και τους οικείους του ,ούτε χρησιμοποιεί την εργασία του μόνο για την απόκτηση πλούτου διότι αν αυτό γίνεται σε βάθος χρόνου και κατ εξακολούθηση τότε η εργασία απολήγει να γίνεται καταναγκασμός και βάσανο.Αντιθέτως ο άνθρωπος με αναπτυγμένη προσωπικότητα παίρνει μεγαλύτερη χαρά από την εργασία όταν είναι παραγωγικός ,όταν έχει όραμα και στόχους γι αυτήν και παράλληλα απολαμβάνει τους καρπούς των κόπων του στο μέγιστο βαθμό βρίσκοντας ελεύθερο χρόνο να διαθέσει για τον εαυτό του , σ αυτούς που αγαπά και προσφέροντας λίγο απ αυτόν στις συναναστροφές αλλά και στο κοινωνικό σύνολο .
Όσον αφορά την πνευματική εξέλιξη ,ο ώριμος άνθρωπος ,δεν σταματά ποτέ να αναζητάει τη γνώση όχι όμως με στείρο τρόπο αλλά μέσα από μια διαδικασία που θα τον βοηθησει γνωριζοντας πρωτα τον εαυτό του να αποβαλλει ολα τα εγωιστικα στοιχεια που προυπαρχουν και στη συνεχεια να αποκτισει διαφορες γονιμες αρετες ,οπως ταπεινοφροσυνη ,εγκρατεια ,πιστη ,αφοσιωση ,διακριση και σοφια.
Ο ωραιος ανθρωπος εχει συγκροτημενο χαρακτηρα με ικανοποιητικο επιπεδο αυτοκυριαρχιας και οι ψυχικες του δυναμεις ειναι απο καθε αποψη αρμονικα ανεπτυγμενες .Ειναι ηρεμος ,δεν θα τον δεις ποτε να εκρυγνυται με εξαρσεις για ψυλλου πηδημα ,ουτε να αποπροσανατολιζεται απο τη χαραγμενη σταθερη πορεια της ζωης του.Ειναι ενας καλος ακροατης ,σταθερος φιλος ,προστατης και μαχητης .
Στον ωραιο ανθρωπο υπαρχει ενα αλλο πολυ σημαντικο χαρακτηριστικο που ειναι η υπευθυνοτητα .Χαριν αυτης αναλαμβανει το κοστος και την ευθυνη των πραξεων του και ποτε δεν φορτωνει στους αλλους ευθυνες και συνεπειες που δεν τους αναλογουν.Αναλαμβανει διαφορους ρολους τους οποιους και φερνει εις περας ακομα κι αν το προσδοκομενο αποτελεσμα δεν ειναι το επιθυμητο.
Ο ωραιος ανθρωπος ενεργει με σοβαροτητα ,αντιμετωπιζει τις καταστασεις με περισκεψη και ειναι αξιοπιστος .Οτι λεει το εννοει και ειναι σε θεση να το αποδειξει με μονο οπλο την αληθεια ,χωρις να χρεαστει να καταφυγει σε φληναφηματα ψευδη και κατασκευασμενες ιστοριες . Ειναι σοβαρος ,που σημαινει αρχικα ξερει ο ιδιος μεσα του τι του συμβαινει και εχει πληρη επιγνωση των συναισθηματων του τα οποια εκφραζει αναλογα με τη στιγμη .Ποτε δεν θα γελασει ή θα αστειευθει οταν δεν πρεπει ,κρατα τις υποσχεσεις του ,εχει σωστη συμπεριφορα ,δεν προσβαλλει και σεβεται τους αλλους σε καθε περισταση.
Ο ωραιος ανθρωπος δεν ειναι απαραιτητα ομορφος ,ανεξαρτητα ομως αν διαθετει αυτο που ειναι σημερα παραδεκτο ως ομορφια ,ειναι ωραιος γιατι τα ματια του λαμπουν απο τη φλογα των αρετων της ψυχης του ,ειναι φωτεινος ,το παρουσιαστικο του εχει κατι μαγικο που ελκει τους αλλους σαν μαγνητης και ξεχωριζει αναμεσα στο πληθος εχοντας τη στοφα του αρχηγου που σε κανει να θες να τον ακολουθησεις.Εχει πληρη ιδεολογικη αναπτυξη για τα προβληματα της κοινωνιας και συχνα εχει τις σωστες απαντησεις σε προβληματα που την απασχολουν.
Ο ωραιος ανθρωπος εχει εμπειριες βγαλμενες απ τη ζωη που μπορει και τις αξιοποιει τοσο για τον εαυτο του αλλα βοηθωντας και τους αλλους ανθρωπους ,ο ωραιος ανθρωπος ειναι παραλληλα ενα χαρουμενο παιδι που παρα τις γνωσεις του εχει καλη και παιχνιδιαρικη διαθεση και αγνοτητα στη προσεγγιση με τους αλλους ανθρωπους , ο ωραιος ανθρωπος ειναι ο καλυτερος φιλος και ο καλυτερος συντροφος ,ενας σπανιος ανθρωπος που θα θελαμε ολοι να ειχαμε για δικο μας ανθρωπο η ακομα καλυτερα να ημασταν εμεις οι ιδιοι : ενας ωραιος ανθρωπος ,αξιος να αγαπησει και να αγαπηθει που ομως παντα θα ειναι εγκατελειμενος στο ελεος της προσωπικης του μοναξιας γιατι κανεις δεν μπορει να τον φτασει στο υψος του πεταγματος του ,ειναι ο κυριαρχος του ουρανου στο στερεωμα ενος ιδεατου κοσμου .


Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2016

ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ ( Κ.Δημουλά

gustav-klimt-the-kiss-detail_b.jpg
 ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ ΚΛΙΜΤ (1862-1918 )  -  ΤΟ ΦΙΛΙ (λεπτομέρεια)

Κάθε φιλί που δίνεται, μα κάθε ανεξαιρέτως
ένα τοις εκατό αποτελείται
από αιωνιότητα
κι όλο το άλλο από τον κίνδυνο
να 'ναι το τελευταίο.
Αλλά και τελευταίο
ακόμα πιο φιλί θα λέγεται
όσο καιρό τουλάχιστον
θα το τραβολογάνε
η μνήμη από τη μια μεριά
η λήθη από την άλλη
η καθεμιά δικό της θεωρώντας το
ώσπου ο δίκαιος Σολομών
για να φανεί ποιανής δικό της είναι
στη μέση θ' απειλήσει να το κόψει
μισό να πάρει η μια μισό η άλλη
κι όποια απ' τις δυο κάθε φορά
-ποτέ δεν είναι η ίδια-
ουρλιάξει μη.
Κάθε φιλί
αποτελείται εξολοκλήρου από τον κίνδυνο
να 'ναι το τελευταίο.
Διαρκές είναι μόνο
εκείνο το φιλί που ουδέποτε εδόθη.
Σοφές, ειρηνικά το νέμονται
η αναμονή και η παραίτηση
άνθη αντίπαλα οι δυο τους
σε κοινό συμβιβασμένο ανθοδοχείο
κενοτάφιο στολίζουν.
(Κ.Δημουλά από τη συλλογή της «Μεταφερθήκαμε Παραπλεύρως»)

ΜΑΡΑΜΠΟΥ



Κάθε φορά όταν ο καιρός αλλάζει   η θάλασσα αγριεύει  και γίνεται φίλη μου
τότε θυμάμαι τον Καββαδία  που στις μοναχικές μου βόλτες στο νησί 
τον συναντούσα στην πετρωμένη του μορφή  κάτω στο μουράγιο
ακούγοντας τα κύματα της θάλασσας να μουρμουρίζουν τους στίχους του 
στίχοι - ψυχογράφημα που με συγκλόνισαν όταν τους πρωτοδιάβασα :

Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί
πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
πως τις γυναίκες μ' ένα τρόπον ύπουλο μισώ
κι ότι μ' αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.

Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό,
πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο,
κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές,
σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγματισμένο.

Ακόμα, λένε πράματα φριχτά πάρα πολύ,
που είν' όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα,
κι αυτό που εστοίχισε σε με πληγές θανατερές
κανείς δεν το 'μαθε, γιατί δεν το 'πα σε κανένα.

Μ' απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά,
και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη,
κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω στο χαρτί,
εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.

Ήμουνα τότε δόκιμος σ' ένα λαμπρό ποστάλ
και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία.
Τότε τη γνώρισα - σαν άνθος έμοιαζε αλπικό -
και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία.

Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική,
κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου όπου 'χε αυτοκτονήσει,
ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές,
μήπως εκεί γινότανε να τηνε λησμονήσει.

Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ,
και την Αγία της Άβιλας παράφορα αγαπούσε,
συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκοιτούσε.

Κι εγώ, που μόνον εταιρών εγνώριζα κορμιά,
κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ' τα πελάη,
μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά
και, σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει.

Ένα μικρό της πέρασα σταυρό απ' το λαιμό
κι εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι
κι ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης,
όταν εφθάσαμε σ' αυτήν που θα 'φευγε, την πόλη.

Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά,
ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου,
και μια φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με
όαση, που ένας συναντά μες στην καρδιά της Άμμου.

Νομίζω πως θε να 'πρεπε να σταματήσω εδώ.
Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αέρας με φλογίζει.
Κάτι άνθη εξαίσια του ποταμού βρωμούν,
κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει.

Θα προχωρήσω!...ΜΙα βραδιά σε πόρτο ξενικό
είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκυ, τζιν και μπύρα,
και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,
το δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα.

Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
κάποια μ' άρπαξ' απότομα, γελώντας, το καπέλο
(παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω.

Μια κάμαρα στενή, μικρή, σαν όλες βρωμερή,
οι ασβέστες απ' τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια,
κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά,
με σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.

Της είπα κι έσβησε το φως. Επέσαμε μαζί.
Τα δάχτυλά μου καθρά μέτρααν τα κόκαλά της.
Βρωμούσε αψέντι. Εξύπνησα, ως λένε οι ποιητές,
"μόλις εσκόρπιζεν η αυγή τα ροδοπέταλά της".

Όταν την είδα και στο φως τ' αχνό το πρωινό,
μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο,
που μ' ένα δέος αλλόκοτο, σα να 'χα φοβηθεί,
το πορτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.

Δώδεκα φράγκα γαλλικά...Μα έβγαλε μια φωνή,
κι είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο,
και μια το πορτοφόλι μου...Μ' απόμεινα κι εγώ
ένα σταυρόν απάνω της σαν είδα κρεμασμένο.

Ξεχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελό,
σαν τον τρελό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει,
φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή,
που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει.

Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί
πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει,
πως είμαι παλιοτόμαρο και πως τραβάω κοκό.
Μ' αν ήξεραν οι δύστυχοι, θα μ' είχαν συγχωρέσει...

Το χέρι τρέμει...Ο πυρετός...Ξεχάστηκα πολύ,
ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω.
Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά,
νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω ...

(Νίκος Καββαδίας)

Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2016

ΑN MΠΟΡΟΥΣΑ ΝΑ ΖΗΣΩ ΑΠ ΤΗΝ ΑΡΧΗ




Αν μπορούσα να ζήσω τη ζωή μου από την αρχή,
θα χαλάρωνα περισσότερο.
Θα ήμουν πιο απερίσκεπτη
απ’ ό,τι σ’ αυτήν τη ζωή.
Θα ανέβαινα σε περισσότερα βουνά,
θα κολυμπούσα σε περισσότερα ποτάμια και
θα έβλεπα περισσότερα ηλιοβασιλέματα.
Θα είχα περισσότερα πραγματικά προβλήματα
και λιγότερα πλασματικά.
Βέβαια, έχω ζήσει κι εγώ τις στιγμές μου,
και αν έπρεπε να ξαναζήσω, θα φρόντιζα να είναι περισσότερες.
Μάλιστα θα προσπαθούσα να ζω μόνο σπουδαίες στιγμές,
τη μια μετά την άλλη. Και θα μάζευα περισσότερες μαργαρίτες.
– Ναντίν Στερ, 89 ετών –
Απόσπασμα από το βιβλίο του Robin Sharma «Η Σοφία του Γονέα», Εκδόσεις Διόπτρα
         πηγή : http://enallaktikidrasi.com