Κυριακή 25 Μαρτίου 2018

Ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ




Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν ( Διονύσιος Σολωμός )


Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψη
τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψη,
ποῦ μὲ βία μετράει τὴ γῆ.

Ἀπ᾿ τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!

Ἐκεῖ μέσα ἐκατοικοῦσες
πικραμένη, ἐντροπαλή,
κι ἕνα στόμα ἀκαρτεροῦσες,
«ἔλα πάλι», νὰ σοῦ πῇ.

Ἄργειε νά ῾λθη ἐκείνη ἡ μέρα
κι ἦταν ὅλα σιωπηλά,
γιατὶ τά ῾σκιαζε ἡ φοβέρα
καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά.

Δυστυχής! Παρηγορία
μόνη σου ἔμεινε νὰ λὲς
περασμένα μεγαλεῖα
καὶ διηγώντας τα νὰ κλαῖς.

Καὶ ἀκαρτέρει, καὶ ἀκαρτέρει
φιλελεύθερη λαλιά,
ἕνα ἐκτύπαε τ᾿ ἄλλο χέρι
ἀπὸ τὴν ἀπελπισιά,

κι ἔλεες «πότε, ἅ! πότε βγάνω
τὸ κεφάλι ἀπὸ τς ἐρμιές;»
Καὶ ἀποκρίνοντο ἀπὸ πάνω
κλάψες, ἅλυσες, φωνές.

Τότε ἐσήκωνες τὸ βλέμμα
μὲς στὰ κλάιματα θολό,
καὶ εἰς τὸ ροῦχο σου ἔσταζ᾿ αἷμα
πλῆθος αἷμα ἑλληνικό.

Μὲ τὰ ροῦχα αἱματωμένα
ξέρω ὅτι ἔβγαινες κρυφὰ
νὰ γυρεύῃς εἰς τὰ ξένα
ἄλλα χέρια δυνατά.

Μοναχὴ τὸ δρόμο ἐπῆρες,
ἐξανάλθες μοναχή,
δὲν εἶν᾿ εὔκολες οἱ θύρες,
ἐὰν ἡ χρεία τὲς κουρταλῆ.

Ἄλλος σου ἔκλαψε εἰς τὰ στήθια
ἀλλ᾿ ἀνάσασιν καμιὰ
ἄλλος σοῦ ἔταξε βοήθεια
καὶ σὲ γέλασε φρικτά.

Ἄλλοι, ὀϊμέ! στὴ συμφορά σου,
ὅπου ἐχαίροντο πολύ,
«σύρε νά ῾βρῃς τὰ παιδιά σου,
σύρε», ἐλέγαν οἱ σκληροί.

Φεύγει ὀπίσω τὸ ποδάρι
καὶ ὁλογλήγορο πατεῖ
ἢ τὴν πέτρα ἢ τὸ χορτάρι
ποὺ τὴ δόξα σου ἐνθυμεῖ.

Ταπεινότατή σου γέρνει
ἡ τρισάθλια κεφαλή,
σὰν πτωχοῦ ποὺ θυροδέρνει
κι εἶναι βάρος του ἡ ζωή.

Ναί· ἀλλὰ τώρα ἀντιπαλεύει
κάθε τέκνο σου μὲ ὁρμή,
ποὺ ἀκατάπαυστα γυρεύει
ἢ τὴ νίκη ἢ τὴ θανή!

Ἀπ᾿ τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!

Μόλις εἶδε τὴν ὁρμή σου
ὁ οὐρανός, ποὺ γιὰ τ᾿ς ἐχθροὺς
εἰς τὴ γῆ τὴ μητρική σου
ἔτρεφ᾿ ἄνθια καὶ καρπούς,

ἐγαλήνευσε καὶ ἐχύθη
καταχθόνια μία βοὴ
καὶ τοῦ Ρήγα σου ἀπεκρίθη
πολεμόκραχτη ἡ φωνή

ὅλοι οἱ τόποι σου σ᾿ ἐκράξαν
χαιρετώντας σε θερμά,
καὶ τὰ στόματα ἐφωνάξαν,
ὅσα αἰσθάνετο ἡ καρδιά.

Ἐφωνάξανε ὡς τ᾿ ἀστέρια
τοῦ Ἰονίου καὶ τὰ νησιά,
καὶ ἐσηκώσανε τὰ χέρια,
γιὰ νὰ δείξουνε χαρά,

μ᾿ ὅλον πού ῾ναι ἁλυσωμένο
τὸ καθένα τεχνικὰ
καὶ εἰς τὸ μέτωπο γραμμένο
ἔχει: ψεύτρα Ἐλευθεριά.

Γκαρδιακὰ χαροποιήθη
καὶ τοῦ Βάσιγκτον ἡ γῆ
καὶ τὰ σίδερα ἐνθυμήθη
ποῦ τὴν ἔδεναν κι αὐτή.

Ἀπ᾿ τὸν πύργο του φωνάζει,
σὰ νὰ λέῃ «σὲ χαιρετῶ»,
καὶ τὴ χήτη του τινάζει
τὸ Λεοντάρι τὸ Ἰσπανό.

Ἐλαφιάσθη τῆς Ἀγγλίας
τὸ θηρίο καὶ σέρνει εὐθὺς
κατὰ τ᾿ ἄκρα τῆς Ῥουσίας
τὰ μουγκρίσματα τ᾿ς ὀργῆς.

Εἰς τὸ κίνημά του δείχνει
πὼς τὰ μέλη εἶν᾿ δυνατὰ
καὶ στοῦ Αἰγαίου τὸ κῦμα ρίχνει
μία σπιθόβολη ματιά.

Σὲ ξανοίγει ἀπὸ τὰ νέφη
καὶ τὸ μάτι τοῦ Ἀετοῦ,
ποὺ φτερὰ καὶ νύχια θρέφει
μὲ τὰ σπλάχνα τοῦ Ἰταλοῦ·

καὶ σ᾿ ἐσὲ καταγειρμένος,
γιατὶ πάντα σὲ μισεῖ,
ἔκρωζ᾿, ἔκρωζε ὁ σκασμένος,
νὰ σὲ βλάψῃ, ἂν ἠμπορῇ.

Ἄλλο ἐσὺ δὲν συλλογιέσαι
πάρεξ ποὺ θὰ πρωτοπᾷς
δὲν μιλεῖς καὶ δὲν κουνιέσαι
στὲς βρισίες ὅπου ἀγρικᾷς·

σὰν τὸ βράχον ὅπου ἀφήνει
κάθε ἀκάθαρτο νερὸ
εἰς τὰ πόδια του νὰ χύνῃ
εὐκολόσβηστον ἀφρό,

ὅπου ἀφήνει ἀνεμοζάλη
καὶ χαλάζι καὶ βροχὴ
νὰ τοῦ δέρνουν τὴ μεγάλη,
τὴν αἰώνια κορυφή.

Δυστυχιά του, ὢ δυστυχιά του,
ὁποιανοῦ θέλει βρεθῆ
στὸ μαχαῖρι σου ἀποκάτου
καὶ σ᾿ ἐκεῖνο ἀντισταθῇ.

Τὸ θηρίο, π᾿ ἀνανογιέται
πῶς τοῦ λείπουν τὰ μικρά,
περιορίζεται, πετιέται,
αἷμα ἀνθρώπινο διψᾷ.

Τρέχει, τρέχει ὅλα τὰ δάση,
τὰ λαγκάδια, τὰ βουνά,
καὶ ὅπου φθάση, ὅπου περάσῃ
φρίκη, θάνατος, ἐρμιά·

ἐρμιά, θάνατος καὶ φρίκη,
ὅπου ἐπέρασες κι ἐσύ·
ξίφος ἔξω ἀπὸ τὴν θήκη
πλέον ἀνδρείαν σοῦ προξενεῖ.

Ἰδοὺ ἐμπρός σου ὁ τοῖχος στέκει
τῆς ἀθλίας Τριπολιτσᾶς·
τώρα τρόμου ἀστροπελέκι
νὰ τῆς ρίψῃς πιθυμᾶς.

Μεγαλόψυχο τὸ μάτι
δείχνει πάντα ὅπως νικεῖ,
καὶ ἂς εἶναι ἄρματα γεμάτη
καὶ πολέμιαν χλαλοή.

Σοὺ προβαίνουνε καὶ τρίζουν,
γιὰ νὰ ἰδῆς πὼς εἶν᾿ πολλὰ
δὲν ἀκοῦς ποὺ φοβερίζουν
ἄνδρες μύριοι καὶ παιδιά;

Λίγα μάτια, λίγα στόματα
θὰ σᾶς μείνουνε ἀνοιχτά,
γιὰ νὰ κλαύσετε τὰ σώματα,
ποὺ θὲ ναὔρῃ ἡ συμφορά.

Κατεβαίνουνε, καὶ ἀνάφτει
τοῦ πολέμου ἀναλαμπή·
τὸ τουφέι ἀνάβει, ἀστράφτει,
λάμπει, κόφτει τὸ σπαθί.

Γιατί ἡ μάχη ἐστάθη ὀλίγη;
λίγα τὰ αἵματα γιατί;
τὸν ἐχθρὸ θωρῶ νὰ φύγῃ
καὶ στὸ κάστρο ν᾿ ἀνεβῇ.

Μέτρα! εἶν᾿ ἄπειροι οἱ φευγάτοι,
ὁποὺ φεύγοντας δειλιοῦν·
τὰ λαβώματα στὴν πλάτη
δέχοντ᾿, ὥστε ν᾿ ἀνεβοῦν.

Ἐκεῖ μέσα ἀκαρτερεῖτε
τὴν ἀφεύγατη φθορά·
νά, σᾶς φθάνει· ἀποκριθῆτε
στῆς νυκτὸς τὴ σκοτεινιά.

Ἀποκρίνονται, καὶ ἡ μάχη
ἔτσι ἀρχίζει, ὅπου μακριὰ
ἀπὸ ράχη ἐκεῖ σὲ ράχη
ἀντιβούιζε φοβερά.

Ἀκούω κούφια τὰ τουφέκια,
ἀκούω σμίξιμο σπαθιῶν,
ἀκούω ξύλα, ἀκούω πελέκια,
ἀκούω τρίξιμο δοντιῶν.

Ἄ! τί νύκτα ἦταν ἐκείνη
ποὺ τὴν τρέμει ὁ λογισμός;
Ἄλλος ὕπνος δὲν ἐγίνη
πάρεξ θάνατου πικρός.

Τῆς σκηνῆς ἡ ὥρα, ὁ τόπος,
οἱ κραυγές, ἡ ταραχή,
ὁ σκληρόψυχος ὁ τρόπος
τοῦ πολέμου, καὶ οἱ καπνοί,

καὶ οἱ βροντές, καὶ τὸ σκοτάδι,
ὅπου ἀντίσκοφτε ἡ φωτιά,
ἐπαράσταιναν τὸν ᾅδη
ποῦ ἀκαρτέρειε τὰ σκυλιά·

τ᾿ ἀκαρτέρειε. ἐφαίνοντ᾿ ἴσκιοι
ἀναρίθμητοι γυμνοί,
κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,
βρέφη ἀκόμη εἰς τὸ βυζί.

Ὅλη μαύρη μυρμηγκιάζει,
μαύρη ἡ ἐντάφια συντροφιά,
σὰν τὸ ροῦχο ὁποὺσκεπάζει
τὰ κρεββάτια τὰ στερνά.

Τόσοι, τόσοι ἀνταμωμένοι
ἐπετιοῦντο ἀπὸ τὴ γῆ,
ὅσοι εἶν᾿ ἄδικα σφαγμένοι
ἀπὸ τούρκικην ὀργή.

Τόσα πέφτουνε τὰ θέρι-
σμένα ἀστάχια εἰς τοὺς ἀγρούς·
σχεδὸν ὅλα ἐκειὰ τὰ μέρη
ἐσκεπάζοντο ἀπ᾿ αὐτούς.

Θαμποφέγγει κανέν᾿ ἄστρο,
καὶ ἀναδεύοντο μαζί,
ἀναβαίνοντας τὸ κάστρο
μὲ νεκρώσιμη σιωπή.

Ἔτσι χάμου εἰς τὴν πεδιάδα,
μὲς στὸ δάσος τὸ πυκνό,
ὅταν στέλνῃ μίαν ἀχνάδα
μισοφέγγαρο χλωμό,

ἐὰν οἱ ἄνεμοι μὲς στ᾿ ἄδεια
τὰ κλαδιὰ μουγκοφυσοῦν,
σειοῦνται, σειοῦνται τὰ μαυράδια,
ὅπου οἱ κλῶνοι ἀντικτυποῦν.

Μὲ τὰ μάτια τους γυρεύουν
ὅπου εἶν᾿ αἵματα πηχτά,
καὶ μὲς στ᾿ αἵματα χορεύουν
μὲ βρυχίσματα βραχνά,

καὶ χορεύοντας μανίζουν
εἰς τοὺς Ἕλληνας κοντά,
καὶ τὰ στήθια τους ἐγγίζουν
μὲ τὰ χέρια τὰ ψυχρά.

Ἐκειὸ τὸ ἔγγισμα πηγαίνει
βαθιὰ μὲς στὰ σωθικά,
ὅθεν ὅλη ἡ λύπη βγαίνει,
καὶ ἄκρα αἰσθάνονται ἀσπλαχνιά.

Τότε αὐξαίνει τοῦ πολέμου
ὁ χορὸς τρομακτικά,
σὰν τὸ σκόρπισμα τοῦ ἀνέμου
στοῦ πελάου τὴ μοναξιά.

Κτυποῦν ὅλοι ἀπάνου κάτου·
κάθε κτύπημα ποὺ ἐβγῇ
εἶναι κτύπημα θανάτου,
χωρὶς νὰ δευτερωθῇ.

Κάθε σῶμα ἱδρώνει, ρέει
λὲς καὶ ἐκεῖθεν ἡ ψυχὴ
ἀπ᾿ τὸ μῖσος ποὺ τὴν καίει
πολεμάει νὰ πεταχθῇ.

Τῆς καρδίας κτυπίες βροντᾶνε
μὲς στὰ στήθια τους ἀργά,
καὶ τὰ χέρια ὁποὺ χουμᾶνε
περισσότερο εἶν᾿ γοργά.

Οὐρανὸς γι᾿ αὐτοὺς δὲν εἶναι,
οὐδὲ πέλαο, οὐδὲ γῆ·
γι᾿ αὐτοὺς ὅλους τὸ πᾶν εἶναι
μαζωμένο ἀντάμα ἐκεῖ.

Τόση ἡ μάνητα καὶ ἡ ζάλη,
ποὺ στοχάζεσαι, μὴ πὼς
ἀπὸ μία μεριὰ καὶ ἀπ᾿ ἄλλη
δὲν μείνῃ ἕνας ζωντανός.

Κοίτα χέρια ἀπελπισμένα
πῶς θερίζουνε ζωές!
Χάμου πέφτουνε κομμένα
χέρια, πόδια, κεφαλές,

καὶ παλάσκες καὶ σπαθία
μὲ ὁλοσκόρπιστα μυαλά,
καὶ μὲ ὁλόσχιστα κρανία
σωθικὰ λαχταριστά.

Προσοχὴ καμία δὲν κάνει
κανείς, ὄχι, εἰς τὴ σφαγὴ
πᾶνε πάντα ἐμπρός. Ὤ! φθάνει,
φθάνει ἕως πότε οἱ σκοτωμοί.

Ποῖος ἀφήνει ἐκεῖ τὸν τόπο,
πάρεξ ὅταν ξαπλωθῇ;
Δὲν αἰσθάνονται τὸν κόπο
καὶ λὲς κι εἶναι εἰς τὴν ἀρχή.

Ὀλιγόστευαν οἱ σκύλοι,
καὶ «Ἀλλά» ἐφώναζαν, «Ἀλλά»
καὶ τῶν χριστιανῶν τὰ χείλη
«φωτιά» ἐφώναζαν, «φωτιά».

Λεονταρόψυχα ἐκτυπιοῦντο,
πάντα ἐφώναζαν «φωτιά»,
καὶ οἱ μιαροὶ κατασκορπιοῦντο,
πάντα σκούζοντας «Ἀλλά».

Παντοῦ φόβος καὶ τρομάρα
καὶ φωνὲς καὶ στεναγμοί·
παντοῦ κλάψα, παντοῦ ἀντάρα,
καὶ παντοῦ ξεψυχισμοί.

Ἦταν τόσοι! πλέον τὸ βόλι
εἰς τ᾿ αὐτιὰ δὲν τοὺς λαλεῖ.
Ὅλοι χάμου ἐκείτοντ᾿ ὅλοι
εἰς τὴν τέταρτην αὐγή.

Σὰν ποτάμι τὸ αἷμα ἐγίνη
καὶ κυλάει στὴ λαγκαδιά,
καὶ τὸ ἀθῷο χόρτο πίνει
αἷμα ἀντὶς γιὰ τὴ δροσιά.

Τῆς αὐγῆς δροσάτο ἀέρι,
δὲν φυσᾷς τώρα ἐσὺ πλιὸ
στῶν ψευδόπιστων τὸ ἀστέρι
φύσα, φύσα εἰς τὸ Σταυρό.

Ἀπ᾿ τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!

Τῆς Κορίνθου ἰδοὺ καὶ οἱ κάμποι
δὲν λάμπ᾿ ἥλιος μοναχὰ
εἰς τοὺς πλάτανους, δὲν λάμπει
εἰς τ᾿ ἀμπέλια, εἰς τὰ νερά·

εἰς τὸν ἥσυχον αἰθέρα
τώρα ἀθῴα δὲν ἀντηχεῖ
τὰ λαλήματα ἡ φλογέρα,
τὰ βελάσματα τὸ ἀρνί·

τρέχουν ἅρματα χιλιάδες
σὰν τὸ κῦμα εἰς τὸ γιαλὸ
ἀλλ᾿ οἱ ἀνδρεῖοι παλικαράδες
δὲν ψηφοῦν τὸν ἀριθμό.

Ὢ τρακόσιοι! σηκωθῆτε
καὶ ξανάλθετε σ᾿ ἐμᾶς·
τὰ παιδιά σας θέλ᾿ ἰδῆτε
πόσο μοιάζουνε μ᾿ ἐσᾶς.

Ὅλοι ἐκεῖνοι τὰ φοβοῦνται,
καὶ μὲ πάτημα τυφλὸ
εἰς τὴν Κόρινθο ἀποκλειοῦνται
κι ὅλοι χάνουνται ἀπ᾿ ἐδῶ.

Στέλνει ὁ ἄγγελος τοῦ ὀλέθρου
πεῖναν καὶ θανατικὸ
ποῦ σὲ σχῆμα ἑνὸς σκελέθρου
περπατοῦν ἀντάμα οἱ δυό·

καὶ πεσμένα εἰς τὰ χορτάρια
ἀπεθαίνανε παντοῦ
τὰ θλιμμένα ἀπομεινάρια
τῆς φυγῆς καὶ τοῦ χαμοῦ.

Καὶ ἐσὺ ἀθάνατη, ἐσὺ θεία,
ποῦ ὅ,τι θέλεις ἠμπορεῖς,
εἰς τὸν κάμπο, Ἐλευθερία,
ματωμένη περπατεῖς.

Στὴ σκιὰ χεροπιασμένες,
στὴ σκιὰ βλέπω κι ἐγὼ
κρινοδάκτυλες παρθένες,
ὅπου κάνουνε χορό·

στὸ χορὸ γλυκογυρίζουν
ὡραία μάτια ἐρωτικά
καὶ εἰς τὴν αὔρα κυματίζουν
μαῦρα, ὁλόχρυσα μαλλιά.

Ἡ ψυχή μου ἀναγαλλιάζει
πὼς ὁ κόρφος καθεμιᾶς
γλυκοβύζαστο ἑτοιμάζει
γάλα ἀνδρείας καὶ ἐλευθεριᾶς.

Μὲς στὰ χόρτα, τὰ λουλούδια,
τὸ ποτήρι δὲν βαστῶ·
φιλελεύθερα τραγούδια
σὰν τὸν Πίνδαρο ἐκφωνῶ.

Ἀπ᾿ τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!

Πῆγες εἰς τὸ Μεσολόγγι
τὴν ἡμέρα τοῦ Χριστοῦ,
μέρα ποὺ ἄνθισαν οἱ λόγγοι
γιὰ τὸ τέκνο τοῦ Θεοῦ.

Σοὖλθε ἐμπρὸς λαμποκοπώντας
ἡ Θρησκεία μ᾿ ἕνα σταυρὸ
καὶ τὸ δάκτυλο κινώντας
ὅπου ἀνεῖ τὸν οὐρανό,

«σ᾿ αὐτό», ἐφώναξε, «τὸ χῶμα
στάσου ὁλόρθη, Ἐλευθεριά»·
καὶ φιλώντας σου τὸ στόμα
μπαίνει μὲς στὴν ἐκκλησιά.

Εἰς τὴν τράπεζα σιμώνει,
καὶ τὸ σύγνεφο τὸ ἀχνὸ
γύρω γύρω της πυκνώνει
ποὺ σκορπάει τὸ θυμιατό.

Ἀγρικάει τὴν ψαλμῳδία
ὁποὺ ἐδίδαξεν αὐτή·
βλέπει τὴ φωταγωγία
στοὺς ἁγίους ἐμπρὸς χυτή.

Ποιοὶ εἶν᾿ αὐτοὶ ποὺ πλησιάζουν
μὲ πολλὴ ποδοβολή,
κι ἅρματ᾿, ἅρματα ταράζουν;
Ἐπετάχτηκες Ἐσύ.

Ἄ! τὸ φῶς, ποὺ σὲ στολίζει
σὰν ἡλίου φεγγοβολὴ
καὶ μακρόθεν σπινθηρίζει,
δὲν εἶναι, ὄχι, ἀπὸ τὴ γῆ·

λάμψιν ἔχει ὅλη φλογώδη
χεῖλος, μέτωπο, ὀφθαλμός·
φῶς τὸ χέρι, φῶς τὸ πόδι,
κι ὅλα γύρω σου εἶναι φῶς.

Τὸ σπαθί σου ἀντισηκώνεις,
τρία πατήματα πατᾷς,
σὰν τὸν πύργο μεγαλώνεις,
καὶ εἰς τὸ τέταρτο κτυπᾷς·

μὲ φωνὴ ποὺ καταπείθει
προχωρώντας ὁμιλεῖς·
«Σήμερ᾿, ἄπιστοι, ἐγεννήθη,
ναί, τοῦ κόσμου ὁ Λυτρωτής».

Αὐτὸς λέγει… «Ἀφοκρασθῆτε
Ἐγὼ εἶμ᾿ Ἄλφα, Ὠμέγα ἐγώ·
πέστε, ποῦ θ᾿ ἀποκρυφθῆτε
ἐσεῖς ὅλοι, ἂν ὀργισθῶ;

»Φλόγα ἀκοίμητήν σας βρέχω,
ποὺ μ᾿ αὐτὴν ἂν συγκριθῇ
κείνη ἡ κάτω ὅπου σας ἔχω
σὰν δροσιὰ θέλει βρεθῇ.

»Κατατρώγει, ὡσὰν τὴ σχίζα,
τόπους ἄμετρα ὑψηλούς,
χῶρες, ὄρη ἀπὸ τὴ ρίζα,
ζῷα καὶ δένδρα καὶ θνητούς,

»καὶ τὸ πᾶν τὸ κατακαίει,
καὶ δὲν σῴζεται πνοή,
πάρεξ τοῦ ἀνέμου ποὺ πνέει
μὲς στὴ στάχτη τὴ λεπτή».

Κάποιος ἤθελε ἐρωτήσει:
τοῦ θυμοῦ του εἶσαι ἀδελφή;
Ποῖος εἶν᾿ ἄξιος νὰ νικήσῃ
ἢ μ᾿ ἐσὲ νὰ μετρηθῆ;

Ἡ γῆ αἰσθάνεται τὴν τόση
τοῦ χεριοῦ σου ἀνδραγαθιά,
ποὺ ὅλην θέλει θανατώσῃ
τὴ μισόχριστη σπορά.

Τὴν αἰσθάνονται, καὶ ἀφρίζουν
τὰ νερά, καὶ τ᾿ ἀγρικῶ
δυνατὰ νὰ μουρμουρίζουν
σὰν νὰ ρυάζετο θηριό.

Κακορίζικοι, ποὺ πάτε
τοῦ Ἀχελῴου μὲς στὴ ροή,
καὶ πιδέξια πολεμᾶτε
ἀπὸ τὴν καταδρομὴ

ν᾿ ἀποφύγετε! τὸ κῦμα
ἔγινε ὅλο φουσκωτό·
ἐκεῖ εὑρήκατε τὸ μνῆμα
πρὶν νὰ εὐρῆτε ἀφανισμό.

Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει
κάθε λάρυγγας ἐχθροῦ,
καὶ τὸ ρεῦμα γαργαρίζει
τὲς βλασφήμιες τοῦ θυμοῦ.

Σφαλερὰ τετραποδίζουν
πλῆθος ἄλογα, καὶ ὀρθὰ
τρομασμένα χλιμιτρίζουν
καὶ πατοῦν εἰς τὰ κορμιά.

Ποῖος στὸν σύντροφον ἁπλώνει
χέρι, ὡσὰν νὰ βοηθηθῇ·
ποῖος τὴ σάρκα του δαγκώνει,
ὅσο ὅπου νὰ νεκρωθῇ·

κεφαλὲς ἀπελπισμένες
μὲ τὰ μάτια πεταχτά,
κατὰ τ᾿ ἄστρα σηκωμένες
γιὰ τὴν ὕστερη φορά.

Σβηέται -αὐξαίνοντας ἡ πρώτη
τοῦ Ἀχελῴου νεροσυρμή-
τὸ χλιμίτρισμα, καὶ οἱ κρότοι
καὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ γογγυσμοί.

Ἔτσι ν᾿ ἄκουα νὰ βουίξῃ
τὸν βαθὺν Ὠκεανό,
καὶ στὸ κῦμα του νὰ πνίξῃ
κάθε σπέρμα Ἀγαρηνό·

Καὶ ἐκεῖ ποὖναι ἡ Ἁγία Σοφία,
μὲς στοὺς λόφους τοὺς ἑπτά,
ὅλα τ᾿ ἄψυχα κορμία,
βραχοσύντριφτα, γυμνά,

σωριασμένα νὰ τὰ σπρώξῃ
ἡ κατάρα τοῦ Θεοῦ,
κι ἀπ᾿ ἐκεῖ νὰ τὰ μαζώξῃ
ὁ ἀδελφός του Φεγγαριοῦ.

Κάθε πέτρα μνῆμα ἂς γένῃ,
καὶ ἡ Θρησκεία κι ἡ Ἐλευθεριὰ
μ᾿ ἀργοπάτημα ἂς πηγαίνῃ
μεταξύ τους, καὶ ἂς μετρᾷ.

Ἕνα λείψανο ἀνεβαίνει
τεντωτό, πιστομητό,
κι ἄλλο ξάφνου κατεβαίνει
καὶ δὲν φαίνεται καὶ πλιό.

Καὶ χειρότερα ἀγριεύει
καὶ φουσκώνει ὁ ποταμός·
πάντα πάντα περισσεύει
πολυφλοίσβισμα καὶ ἀφρός.

Ἄ! γιατί δὲν ἔχω τώρα
τὴ φωνὴ τοῦ Μωυσῆ;
Μεγαλόφωνα, τὴν ὥρα
ὅπου ἐσβηοῦντο οἱ μισητοί,

τὸν Θεὸν εὐχαριστοῦσε
στοῦ πελάου τὴ λύσσα ἐμπρός,
καὶ τὰ λόγια ἠχολογοῦσε
ἀναρίθμητος λαός·

ἀκλουθάει τὴν ἁρμονία
ἡ ἀδελφή του Ἀαρών,
ἡ προφήτισσα Μαρία,
μ᾿ ἕνα τύμπανο τερπνόν,

καὶ πηδοῦν ὅλες οἱ κόρες
μὲ τς ἀγκάλες ἀνοικτές,
τραγουδώντας, ἀνθοφόρες,
μὲ τὰ τύμπανα κι ἐκειές.

Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψη
τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψη,
ποῦ μὲ βία μετράει τὴ γῆ.


Εἰς αὐτήν, εἶν᾿ ξακουσμένο,
δὲν νικιέσαι ἐσὺ ποτέ·
ὅμως, ὄχι, δὲν εἶν᾿ ξένο
καὶ τὸ πέλαγο γιὰ σέ.

Τὸ στοιχεῖον αὐτὸ ξαπλώνει
κύματ᾿ ἄπειρα εἰς τὴ γῆ,
μὲ τὰ ὁποῖα τὴν περιζώνει
κι εἶναι εἰκόνα σου λαμπρή.

Μὲ βρυχίσματα σαλεύει,
ποὺ τρομάζει ἡ ἀκοὴ
κάθε ξύλο κινδυνεύει
καὶ λιμιώνα ἀναζητεῖ.

Φαίνετ᾿ ἔπειτα ἡ γαλήνη
καὶ τὸ λάμψιμο τοῦ ἡλιοῦ,
καὶ τὰ χρώματα ἀναδίνει
τοῦ γλαυκότατου οὐρανοῦ.

Δὲν νικιέσαι, εἶν᾿ ξακουσμένο,
στὴν ξηρὰν ἐσὺ ποτὲ
ὅμως, ὄχι, δὲν εἶν᾿ ξένο
καὶ τὸ πέλαγο γιὰ σέ.

Περνοῦν ἄπειρα τὰ ξάρτια,
καὶ σὰν λόγγος στριμωχτὰ
τὰ τρεχούμενα κατάρτια,
τὰ ὁλοφούσκωτα πανιά.

Σὺ τὲς δύναμές σου σπρώχνεις,
καὶ ἀγκαλὰ δὲν εἶν᾿ πολλές,
πολεμώντας ἄλλα διώχνεις,
ἄλλα παίρνεις, ἄλλα καῖς

μὲ ἐπιθύμια νὰ τηράζῃς
δυὸ μεγάλα σὲ θωρῶ,
καὶ θανάσιμον τινάζεις
ἐναντίον τους κεραυνό.

Πιάνει, αὐξαίνει, κοκκινίζει
καὶ σηκώνει μία βροντή,
καὶ τὸ πέλαο χρωματίζει
μὲ αἱματόχροη βαφή.

Πνίγοντ᾿ ὅλοι οἱ πολεμάρχοι
καὶ δὲν μνέσκει ἕνα κορμί·
χάρου, σκιὰ τοῦ Πατριάρχη,
ποῦ σ᾿ ἐπέταξεν ἐκεῖ.

Ἐκρυφόσμιγαν οἱ φίλοι
μὲ τ᾿ς ἐχθρούς τους τὴ Λαμπρή,
καὶ τοὺς ἔτρεμαν τὰ χείλη
δίνοντάς τα εἰς τὸ φιλί.

Κειὲς τὲς δάφνες ποὺ ἐσκορπίστε
τώρα πλέον δὲν τὲς πατεῖ,
καὶ τὸ χέρι ὅπου ἐφιλῆστε
πλέον, ἅ! πλέον δὲν εὐλογεῖ.

Ὅλοι κλαῦστε· ἀποθαμένος
ὁ ἀρχηγὸς τῆς Ἐκκλησιᾶς·
κλαῦστε, κλαῦστε κρεμασμένος
ὡσὰν νἄτανε φονιάς.

Ἔχει ὁλάνοιχτο τὸ στόμα
π᾿ ὦρες πρῶτα εἶχε γευθεῖ
τ᾿ Ἅγιον Αἷμα, τ᾿ Ἅγιον Σῶμα·
λὲς πὼς θενὰ ξαναβγῇ

ἡ κατάρα ποὺ εἶχε ἀφήσει
λίγο πρὶν νὰ ἀδικηθῇ
εἰς ὁποῖον δὲν πολεμήσῃ
καὶ ἠμπορεῖ νὰ πολεμῇ.

Τὴν ἀκούω, βροντάει, δὲν παύει
εἰς τὸ πέλαγο, εἰς τὴ γῆ,
καὶ μουγκρίζοντας ἀνάβει
τὴν αἰώνιαν ἀστραπή.

Ἡ καρδιὰ συχνοσπαράζει…
Πλὴν τί βλέπω; Σοβαρὰ
νὰ σωπάσω μὲ προστάζει
μὲ τὸ δάκτυλο ἡ θεά.

Κοιτάει γύρω εἰς τὴν Εὐρώπη
τρεῖς φορὲς μ᾿ ἀνησυχιά·
προσηλώνεται κατόπι
στὴν Ἑλλάδα, καὶ ἀρχινᾷ:

«Παλληκάρια μου! οἱ πολέμοι
γιὰ σᾶς ὅλοι εἶναι χαρά,
καὶ τὸ γόνα σας δὲν τρέμει
στοὺς κινδύνους ἐμπροστά.

»Ἀπ᾿ ἐσᾶς ἀπομακραίνει
κάθε δύναμη ἐχθρική·
ἀλλὰ ἀνίκητη μιὰ μένει
ποὺ τὲς δάφνες σας μαδεῖ.

»Μία, ποὺ ὅταν ὡσὰν λύκοι
ξαναρχόστενε ζεστοί,
κουρασμένοι ἀπὸ τὴ νίκη,
ἄχ! τὸν νοῦν σας τυραννεῖ.

»Ἡ Διχόνια, ποὺ βαστάει
ἕνα σκῆπτρο ἡ δολερὴ
καθενὸς χαμογελάει,
πάρ᾿ το, λέγοντας, κι ἐσύ.

»Κειὸ τὸ σκῆπτρο ποὺ σᾶς δείχνει,
ἔχει ἀλήθεια ὡραῖα θωριά·
μὴν τὸ πιᾶστε, γιατὶ ρίχνει
εἰσὲ δάκρυα θλιβερά.

»Ἀπὸ στόμα ὅπου φθονάει,
παλικάρια, ἂς μὴν ῾πωθῇ,
πῶς τὸ χέρι σας κτυπάει
τοῦ ἀδελφοῦ τὴν κεφαλή.

»Μὴν εἰποῦν στὸ στοχασμό τους
τὰ ξένα ἔθνη ἀληθινά:
«Ἐὰν μισοῦνται ἀνάμεσό τους,
δὲν τοὺς πρέπει ἐλευθεριά».

»Τέτοια ἀφήστενε φροντίδα·
ὅλο τὸ αἷμα ὁποὺ χυθῇ
γιὰ θρησκεία καὶ γιὰ πατρίδα,
ὅμοιαν ἔχει τὴν τιμή.

»Στὸ αἷμα αὐτό, ποὺ δὲν πονεῖτε,
γιὰ πατρίδα, γιὰ θρησκειά,
σᾶς ὁρκίζω, ἀγκαλιασθῆτε
σὰν ἀδέλφια γκαρδιακά.

»Πόσον λείπει, στοχασθῆτε,
πόσο ἀκόμη νὰ παρθῇ
πάντα ἡ νίκη, ἂν ἑνωθῆτε,
πάντα ἐσᾶς θ᾿ ἀκολουθῇ.

»Ὢ ἀκουσμένοι εἰς τὴν ἀνδρεία!…
Καταστῆστε ἕνα σταυρὸ
καὶ φωνάξετε μὲ μία:
Βασιλεῖς, κοιτάξτ᾿ ἐδῶ.

»Τὸ σημεῖον ποὺ προσκυνᾶτε
εἶναι τοῦτο, καὶ γι᾿ αὐτὸ
ματωμένους μας κοιτᾶτε
στὸν ἀγῶνα τὸ σκληρό.

»Ἀκατάπαυστα τὸ βρίζουν
τὰ σκυλιὰ καὶ τὸ πατοῦν
καὶ τὰ τέκνα του ἀφανίζουν
καὶ τὴν πίστη ἀναγελοῦν.

»Ἐξ αἰτίας του ἐσπάρθη, ἐχάθη
αἷμα ἀθῷο χριστιανικό,
ποὺ φωνάζει ἀπὸ τὰ βάθη
τῆς νυκτός: «Νὰ ῾κδικηθῶ».

»Δὲν ἀκοῦτε ἐσεῖς εἰκόνες
τοῦ Θεοῦ, τέτοια φωνή;
Τώρα ἐπέρασαν αἰῶνες
καὶ δὲν ἔπαυσε στιγμή.

»Δὲν ἀκοῦτε; εἰς κάθε μέρος
σὰν τοῦ Ἄβελ καταβοᾶ·
δὲν εἶν᾿ φύσημα τοῦ ἀέρος
ποῦ σφυρίζει εἰς τὰ μαλλιά.

»Τί θὰ κάμετε; θ᾿ ἀφῆστε
νὰ ἀποκτήσωμεν ἐμεῖς
Λευθεριάν, ἢ θὰ τὴν λῦστε
ἐξ αἰτίας Πολιτικῆς;

»Τοῦτο ἀνίσως μελετᾶτε,
ἰδού, ἐμπρός σας τὸν Σταυρό·
Βασιλεῖς! ἐλᾶτε, ἐλᾶτε,
καὶ κτυπήσετε κι ἐδῶ».




Σάββατο 24 Μαρτίου 2018

Η ΝΕΡΑΙΔΑ ΤΩΝ ΛΟΥΛΟΥΔΙΩΝ


Μια φορά κι ένα καιρό ζούσαν σε ένα μικρό όμορφο σπιτάκι δύο αδελφάκια που ήσαν χαρούμενα και ευτυχισμένα γιατί είχαν τους γονείς τους και μια αυλή να παίζουν και να μοιράζονται τα παιχνίδια τους με αγαπημένους  φίλους .Οταν λοιπόν ερχόταν η Άνοιξη ο κήπος τους γέμιζε με πολλά  όμορφα λουλούδια και πλημμύριζε με χρώματα και αρώματα ενώ στη μέση της αυλής υπήρχε κι ένα θεόρατο δένδρο που έδινε τη σκιά του τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού και  χάριζε την ομορφιά του κάθε φορά  που γέμιζε με όμορφα λουλουδάκια  και αργότερα τα έδενε σε νόστιμους καρπούς  .
Εκείνη όμως την Άνοιξη το δένδρο στη μέση του κήπου έμοιαζε να έχει ξεραθεί και μάταια το περίμεναν να γεμίσει με φρέσκα φυλλαράκια και να ανθίσει όπως κάθε χρονιά .Ο βαρύς χειμώνας  και η παγωνιά που έστειλε η νεράιδα του χιονιού είχε κάψει και είχε ξεράνει όχι μόνο το δένδρο αλλά και όλα τα λουλούδια της αυλής .Η Άνοιξη είχε φθάσει όμως  η αυλή ήταν γκρίζα και καταθλιπτική,το ίδιο και τα παιδάκια,,το ίδιο και οι μέλισσες ,το ίδιο και οι πεταλούδες ,το ίδιο και τα πουλάκια ,το ίδιο και η νεράιδα των λουλουδιών που περίμενε πως και πως την ώρα αυτή να σκορπιστεί παντού όλη η ομορφιά της.Στεναχωρημένη και χωρίς να ξέρει τι έπρεπε να κάνει πήγε στον φίλο της τον άνεμο και τον παρακάλεσε να τη βοηθήσει.
"Άνεμε  καλέ μου φίλε φύσηξε πάνω στη γη και μάζεψε όλους τους σπόρους των λουλουδιών και σκόρπισε τους παντού να γεμίσει όλη πλάση ομορφιά "
"Ευχαρίστως καλή μου νεράιδα " είπε ο άνεμος γελώντας που φύσηξε δυνατά και μάζεψε όλους τους σπόρους και τους έφερε από τα πέρατα της οικουμένης ,σκορπώντας τους πιο όμορφους στην αυλή των δυο παιδιών.
Έπειτα η νεράιδα μας που ήξερε καλά τα μυστικά της μητέρας της φύσης ,πέταξε στον αέρα ψηλά  πήγε κοντά στα σύννεφα και  τα παρακάλεσε να γίνουν.βροχή .
"Ελάτε καλά μου σύννεφα ,γίνετε βροχούλα και δώστε τη δροσιά σας στη γη να ανθίσει και να καρποφορήσει ! "
"Τώρα είμαστε έτοιμα να γίνουμε βροχή  ο δρόμος μας είναι ένας αέναος κύκλος και η αποστολή μας να ενώνουμε  γη με ουρανό"  
είπαν τα σύννεφα και αμέσως έγιναν μια  σιγανή βροχούλα που κύλισε στο χώμα ,άγγιξε τους σπόρους και εκείνοι βλάστησαν και έτσι σε λίγες μέρες όλη η πλάση γέμισε και πάλι με όμορφα λουλούδια ,όπως και η αυλή των δυο παιδιών που το χαμόγελο  άνθισε ξανά  στα χείλη τους  και έτσι συνέχισαν τα παιχνίδια τους κάτω από ένα καινούριο όμορφο δένδρο που πέταξε φύλλα και λουλούδια και πάλι στη μέση του ευλογημένου κήπου .Ολοι τώρα ήσαν χαρούμενοι ,τα παιδιά ,οι μέλισσες ,οι πεταλούδες ,τα πουλάκια και όλα τα μικρά πλασματάκια που ζούσαν εκεί μαζί και η νεράιδα των λουλουδιών που πετούσε χαρούμενη ,ευτυχισμένη και γελαστή ανάμεσα τους .
Και έτσι λοιπόν ζήσανε αυτοί καλά και όλοι όσοι έχουν ένα ανθισμένο κήπο για να φροντίζουν πολύ πολύ καλύτεραααααα !!!! :)

Πέμπτη 22 Μαρτίου 2018

William Shakespeare

                      φωτο Oly

Δεν έχω θυμό μέσα μου!
Δεν έχω έχθρα για κανέναν!
Όμως μέσα μου κοιμάται μια λύπη!
Πρόσεχε μην μου την ξυπνάς!
Κι η λύπη όταν την ξυπνάς γίνεται θάνατος!
Μην μου ξυπνάς την λύπη μέσα μου.
Άστην να κοιμηθεί, να γαληνέψει και να ξεχαστεί.
Θα θελα να μπορούσα να θυμώσω και να φωνάξω.
Να ξεσπάσω, να κλάψω, να εκδικηθώ.
Μόνο που τίποτα από αυτά δεν θέλω να κάνω.
Το μόνο που θέλω είναι να κοιμίσω την λύπη μου.
Να την κοιμίσω και να την ξεχάσω.
Όπως κάνω ότι ξεχνώ τόσα πράγματα.
Κι ας μην τα ξεχνώ.
Θέλω να περπατήσω και να μυρίσω νυχτολούλουδο.
Να περιπλανηθώ σε δρομάκια άγνωστα.
Θέλω να μετακομίσω σε καινούρια γειτονιά.
Να περπατήσω τους δρόμους της και να ανακαλύψω καινούρια μυστικά.
Τόσα θέλω, μόνο που δεν ξέρω τι μπορώ.
Ή μήπως μπορώ ότι θέλω;
Σε θυμάμαι να μου λες, πως πρέπει στον εχθρό να χαμογελώ, γιατί έτσι τον πανικοβάλλω.
Σου χαμογελώ και σε κοιτώ στα μάτια.
Τώρα πια, ξέρω τα ψέματα πίσω από τις καλά κρυμμένες αλήθειες σου.
Είναι όλα τόσο ξεκάθαρα πια.
Χάθηκε η ομίχλη, διαλύθηκαν τα σύννεφα κι η ομορφιά και η ασχήμια μας κοιτούν κατάματα.
Μην μου ξυπνάς αυτά που αφήνω να κοιμούνται.

Δευτέρα 19 Μαρτίου 2018

Η ΕΚΔΡΟΜΗ




Μια φορά και ένα καιρό ήταν μια ωραία παρέα .Η όμορφη αυτή παρέα μαζεύτηκε μια μέρα και αποφάσισε να παει μια εκδρομή .Καθίσαν λοιπόν από την προηγουμένη να σκεφθούν που ήθελαν να πάνε και έτσι ο καθένας άρχισε να λέει τη γνώμη του.
-ΕΓΩ θέλω να πάμε σε βουνό ! πετάχτηκε βιαστικά ο πρώτος ,που πάντα έδειχνε αρχηγικές τάσεις και ήθελε να αρχίζει πάντα εκείνος την κουβέντα.
-Και γιατί να πάμε σε βουνό ? ακόμα είναι Χειμώνας και στα βουνά έχει χιόνια και κρύο ,ΕΓΩ λέω να πάμε κάπου που να έχει ήλιο και ζέστη.Αντιπρότεινε ο δεύτερος που ήταν πνεύμα αντιλογίας.
-Αποκλείεται συνέχισε ένας τρίτος που νόμιζε πως ήταν έξυπνος,ΕΓΩ λέω να πάμε σε νησί που θα χει αέρα και θάλασσα.
-Με την καμία ,απάντησε ο τέταρτος της παρέας που ήταν ο ευαίσθητος ,η θάλασσα με ζαλίζει και μου φέρνει ναυτία, ΕΓΩ θέλω να πάμε κάπου στη στεριά αλλά να μην έχει πολύ ήλιο γιατί με καίει.
-Μα τι λέτε ? στη στεριά ? δεν βρίσκω κανένα ενδιαφέρον ,το διάστημα είναι ποιο ανοιχτό και προκλητικό ΕΓΩ ,λέω να απολαύσουμε ένα διαστημικό ταξίδι να δούμε και τη γη από ψηλά ! Αντιπρότεινε ο ονειροπόλος.
-Δεν είσαι καθόλου σοβαρός ! πετάχτηκε ο έκτος της παρέας που υπολόγιζε το χρήμα. ,τα διάστημικα ταξίδια στοιχίζουν και εν μέσω οικονομικής κρίσης που θα βρούμε τα χρήματα ? ΕΓΩ λέω να είμαστε πιο προσγειωμένοι .
-Εντάξει ,σας έχω τη λύση ! ΕΓΩ προτείνω να πάμε σε μια λίμνη που είναι ήσυχα και ειδυλλιακά και μπορούμε και να ψαρεύουμε ! φώναξε ο ρομαντικός.
-Ναι αλλά δεν έχουμε βάρκα , κουπιά και δίχτυα και δεν ξέρουμε να ψαρεύουμε ,ΕΓΩ θέλω κάτι πιο ενδιαφέρον και δραστήριο , ας πούμε να πάμε να κάνουμε ραφτιγκ σε ποτάμι ή αναρρίχηση στα βράχια ,απάντησε ο ριψοκίνδυνος .
-Ωωω όχι ! αναφώνησε έντρομος κάποιος άλλος που ήταν και ο φοβιτσιάρης ,δεν έχουμε τον κατάλληλο εξοπλισμό , ΕΓΩ λέω να κάνουμε κάτι πιο απλό και λιγότερο επικίνδυνο ,όπως να δούμε κανένα μουσείο ή να επισκεφθούμε κάποιο μοναστήρι .
Αφού είχαν εξαντληθεί και είχαν πέσει στο τραπέζι όλες οι γνώμες ,τότε πήρε το λόγο ο τελευταίος που άρπαξε την ευκαιρία και φάνηκε και ο πιο πειστικός τόσο από τον τόνο της φωνής του ,όσο με την διπλωματία του και με την πονηριά του.
-Εντάξει λοιπόν εφόσον δεν συμφωνούμε και δεν μπορούμε να χαράξουμε μια κοινή διαδρομή και να αποφασίσουμε για το που θέλουμε να πάμε, ΕΓΩ λέω να καθίσουμε ήσυχα,ήσυχα στα σπίτια μας που είναι πιο σίγουρο, πιο ακίνδυνο, πιο ασφαλές ,δεν στοιχίζει ,δεν ενοχλεί και δεν επηρεάζει την βολή κανενός μας ,εεε τι λέτε ; αναφώνησε στο τέλος δήθεν φιλικά.
Και τότε συμφώνησαν όλοι και έτσι φοβισμένοι και ήσυχοι κοίταζαν τον κόσμο μέσα από ωραίες φωτογραφίες και έφυγε η ζωή τους περνώντας τον καιρό τους ανταλλάσσοντας και απόψεις για την ομορφιά ή την ασχήμια των τοπίων με τόση ένταση και πάθος που στο τέλος είχαν πιστέψει ακράδαντα πως είχαν πραγματοποιήσει εκείνη την ωραία εκδρομή που τόσο πολύ επιθυμούσαν .

Όλοι κάπου θέλουμε να φτάσουμε αρκεί να έχουμε αποφασίσει από κοινού σε ένα κοινό στόχο ,αλλά πάντα θα υπάρχει κάποιος που θα βασίζεται στα υπερτροφικά μας ΕΓΩ και στην έλλειψη θέλησης να συμφωνήσουμε σε μια κοινή βάση και έτσι θα μας εκμεταλλεύεται αρπάζοντας την ευκαιρία προκειμένου να μας καταστήσει αδρανείς και υποχείρια ώστε να μην αντιδράμε σε τίποτα πλέον .

Σάββατο 17 Μαρτίου 2018

AΓΓΙΓΜΑ ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑΣ

    tumblr_mp678p2U1Z1rxy84yo2_1280.gif
    Μια φορά και ένα καιρό ζούσε στη άκρη του χωριού  μια οικογένεια .Η οικογένεια αυτή είχε  κι ένα μικρο παιδάκι που ήταν πολύ ευτυχισμένο γιατί μεγάλωνε  στη φύση μακρυά από την πολύβουη πόλη δίπλα στο δάσος που του πρόσφερε χαρές που μόνο ένα  παιδί  του χωριού  είχε την ευκαιρία να γευτεί .Το παιδάκι αυτό κάθε πρωί έβγαινε στη αυλή του σπιτιού και ξεκινούσε τη μέρα του γεμάτο προσμονή  για νέες περιπέτειες και νέες ανακαλύψεις .Κάθε μέρα  ήταν μια νέα πρόκληση  και όλα είχαν τη σημασία τους για εκείνο ,τα δένδρα ,τα λουλούδια ,τα πουλιά ,οι χελώνες και ότι ζούσε μέσα στον όμορφο κόσμο του  και κάθε τι το κοιτούσε με ενδιαφέρον και προσοχή .
    Μια μέρα εκεί που καθόταν πέταξε δίπλα του μια πεταλούδα .Ήταν τόσο όμορφη  η πεταλούδα αυτή που στάθηκε να την χαζεύει για ώρα .Η πεταλούδα πέταξε γύρω του χαριτωμένα και μετά από λίγο στάθηκε πάνω σε ένα λουλούδι ανοιγοκλείνοντας τα φτεράκια της .Το μικρο παιδί μαγεμένο απ την ομορφιά της θέλησε να την αγγίξει .Με  μια ζωηρή κίνηση την άρπαξε στα χέρια του χωρίς να υπολογίσει πως οι πεταλούδες έχουν ευαίσθητα μεταξωτά φτερά που εύκολα διαλύονται σε κάθε βίαιο άγγιγμα .Μετά από λίγο σιγουρεμένο πως την είχε φυλακίσει , με   λαχτάρα άνοιξε την χούφτα του που την είχε κλείσει σφιχτά για να την δει καλύτερα και τότε γεμάτο απογοήτευση είδε την πεταλούδα να σπαρταρά με τσαλακωμένα και διαλυμένα  τα φτερά της . Η πεταλούδα τώρα του φάνηκε άσχημη και αποκρουστική ,όμως πριν ξεψυχήσει γεμάτο έκπληξη την άκουσε να του μιλά με ανθρώπινη φωνή και να του λέει  :
  "μάθε πρώτα τη δύναμη σου να μετράς με ευαισθησία και ύστερα δοκίμασε την στον ευαίσθητο κόσμο που αγαπάς ".
   Το παιδάκι στεναχωρεμένο άφησε κάτω τη νεκρή πεταλούδα και έφυγε για το σπίτι του .Εκεί συνέχεια σκεφτόταν τι άραγε ήθελε να του πει η πεταλούδα ,μα τότε δεν μπορούσε να καταλάβει.
   Τα χρόνια πέρασαν ,ζούσε πια στην πόλη μακρυά από τον τόπο που μεγάλωσε ,είχε ήδη φτιάξει την δική του οικογένεια και όπως ήταν φυσικό είχε  ξεχάσει τα λόγια της πεταλούδας .Κάποια μέρα εντελώς τυχαία βρέθηκε στο χωριό του  για δουλειές .Τον έπιασε  μια νοσταλγία και αποφάσισε να πάει στο μέρος όπου συνήθιζε να παίζει σαν παιδί .Έκατσε κάτω απ το ίδιο δένδρο να ξεκουραστεί και να απολαύσει τη φύση που αγαπούσε γυρνώντας στο παρελθόν παρέα με όμορφες αναμνήσεις .
  Ξάφνου εκεί που είχε ήδη απορροφηθεί στις σκέψεις του άκουσε ένα θόρυβο δίπλα από ένα θάμνο εκεί κοντά .Σηκώθηκε και είδε ένα πουλάκι που είχε πιαστεί ανάμεσα στα βάτα .Χωρίς να το καλοσκεφτεί όρμησε και προσπάθησε να το απελευθερώσει κόβοντας τα  κλαριά και δίχως  να υπολογίσει τα αγκάθια που χώνονταν βαθιά μέσα στα χέρια του και ξέσκιζαν τις σάρκες του .Μετά από ώρα κατάφερε να το φτάσει , πήρε απαλά το πουλάκι στα χέρια του ,το κράτησε για  λίγο και μετά το ελευθέρωσε .Εκείνο ευτυχισμένο πέταξε πάνω από το κεφάλι του φέροντας μια γύρα και έφυγε μακρυά .
  Ευχαριστημένος κίνησε για το σπίτι του το πατρικό .Πηγαίνοντας στο δρόμο πρόσεξε πως από τα χέρια του τα δυνατά και ροζιασμένα έτρεχε αίμα και τότε θυμήθηκε  τα λόγια της πεταλούδας της παιδικής του ηλικίας .Είχε μάθει πια και ήξερε πως  να χρησιμοποιεί τη δύναμη του σοφά.
   Γιατί η ευαισθησία είναι δύναμη και η δύναμη θέλει ευαισθησία και ωριμότητα για να είναι χρήσιμη και αποτελεσματική .